Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010

Einstein.Βιογραφικά.

Για τον Αϊνσταϊν .

Πενήντα χρόνια μετά το φυσικό θάνατο του Αϊνσταϊν η αίγλη και ο θαυμασμός για το επιστημονικό έργο του και την πλούσια σε βιώματα και επιστημονικές και κοινωνικές συγκινήσεις ζωή του παραμένει αναλλοίωτος. O Aϊνσταϊν πέρασε μια ζωή γεμάτη αντιφάσεις, καταγόμενος απο μια χώρα γεμάτη αντιφάσεις. Εζησε και υπεφερε όλη την λαμπρότητα και την αθλιότητα της γερμανικής ιστορίας του εικοστού αιώνα, όντας συνδιαμορφωτής και αργότερα θύμα του ίδιου δράματος. Η αντιπάθειά του προς την πρωσσική στρατοκρατική παράδοση τον ωδήγησαν, ήδη δεκαπεντάχρονο, να αποφύγει τη στράτευση εγκαταλείποντας τη Γερμανία και καταφεύγοντας στην φιλελεύθερη και ουδέτερη Ελβετία. Παραιτείται απο τη γερμανική του υπηκοότητα, και παραμένει για πέντε χρόνια χωρίς υπηκοότητα, λόγω της αντιπάθειας που τρέφει προς τη γερμανική μιλιταριστική νοοτροπία. Η αποστροφή του προς κάθε μορφή εξουσίας επρόκειτο να τον συνοδεύσει σε όλη τη μετέπειτα ζωή του. Εχοντας ταξιδέψει και ζήσει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες αισθάνεται λιγότερο γερμανός και περισσότερο ευρωπαίος πολίτης και αργότερα πολίτης όλου του κόσμου, όντας αφιερωμένος στη επιστημονική έρευνα και την υπόθεση της παγκόσμιας ειρήνης και της δικαιοσύνης. Τη διεθνή αναγνώριση της επιστημονικής του συνεισφοράς, το βραβείο Νόμπελ και τις πολυάριθμες τιμητικές διακρίσεις που δέχτηκε στην πολυτάραχη ζωή του, τις θεώρησε απλώς ως αυξημένη υποχρέωση και ως μια χρήσιμη δυνατότητα για να κερδίσει τους συγχρόνους του για τη φιλοσοφική και πολιτική του ελπίδα για κοινωνική δικαιοσύνη, για αντίσταση και παγκόσμια ειρήνη.
Την ημέρα του θανάτου του, στις 18 Απριλίου του 1955, στο Πρίνστον της Αμερικής, τον διακατείχαν αισθήματα ανησυχίας παρά ελπίδας για την πορεία της Ανθρωπότητας. Η ίδια η Αμερική στο τέλος τον αντιμετώπιζε με μεγάλη καχυποψία. Μετά το Ναγκασάκι και τη Χιροσίμα καλούσε με επίμονο τρόπο όλους τους επιστήμονες να σταθούν στο ύψος της αποστολής τους και να αναλάβουν το μερίδιο της κοινωνικής τους ευθύνης. Μισούσε την τάση των κυβερνήσεων για όλο και μεγαλύτερη δύναμη και κυριαρχία και προσπαθούσε απεγνωσμένα να προβάλει το όραμά του για μια παγκόσμια ειρηνική διακυβέρνηση και μιαν ορθολογική πολιτική για τα πυρηνικά όπλα και τους εξοπλισμούς. Ζώντας σε δύσκολους καιρούς, στην περίοδο του ψυχρού πολέμου και του Μακαρθισμού στην Αμερική, δεν έπαψε να υποστηρίζει σθεναρά και με τόλμη τις πεποιθήσεις του, όπως δείχνει και το κείμενο που μεταφράσαμε, απο το πρώτο τεύχος του περιοδικού Monthly Review, το Μάη του 1949 , με τίτλο : « Γιατί ο σοσιαλισμός ; ».

ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΙΣΤΕΥΩ ΤΟΥ Albert Einstein.

Albert Einstein : Γιατί o Σοσιαλισμός ;

Επιτρέπεται κάποιος που δεν είναι ειδικός στην οικονομία και στα κοινωνικά θέματα να εκφράζει απόψεις για το ζήτημα του σοσιαλισμο ; Πιστεύω πως ναί, για μια σειρά απο λόγους.
Ας εξετάσουμε πρώτα το ερώτημα απο τη σκοπιά της επιστημονικής γνώσης. Θα μπορούσε να θεωρηθεί οτι δεν υπάρχουν ουσιαστικές μεθοδολογικές διαφορές ανάμεσα στην αστρονομία και τα οικονομικά. Οι επιστήμονες και στα δύο πεδία προσπαθούν να ανακαλύψουν νόμους γενικά αποδεκτούς για έναν ορισμένον αριθμό απο φαινόμενα για να κάνουν τη σχέση τους τόσο κατανοητή όσο είναι δυνατόν. Ομως στην πραγματικότητα τέτοιες μεθοδολογικές διαφορές υπάρχουν. Η ανακάλυψη γενικών νόμων στο πεδίο των οικονομικών έγινε δύσκολη απο το γεγονός οτι τα παρατηρούμενα φαινόμενα συχνά επιρρεάζονται απο πολλούς παράγοντες που είναι δύσκολο να αξιολογηθούν χωριστά. Επιπλέον, η εμπειρία που έχει συσσωρευτεί απο την αρχή της ονομαζόμενης ως «πολιτισμένης περιόδου» της ανθρώπινης ιστορίας έχει, όπως είναι πολύ γνωστό, επιρρεαστεί σε μεγάλο βαθμό και έχει περιοριστεί απο αίτια που δεν έχουν με κανένα τρόπο αποκλειστικά και μόνο οικονομική φύση. Παραδείγματος χάριν τα περισσότερα μεγάλα κράτη της ιστορίας ώφειλαν την ύπαρξή τους σε κατακτήσεις. Οι κατακτητικοί λαοί επέβαλαν τον εαυτό τους νομικά και οικονομικά ως την προνομιούχα τάξη των κατακτημένων χωρών. Κράτησαν το μονοπώλιο της γαιοκτησίας και όρισαν ένα ιερατείο απο τις τάξεις τους. Το ιερατείο, ελεγχοντας την εκπαίδευση, μετέτρεψε την διαίρεση σε τάξεις σε μόνιμο θεσμό και δημιουργησε ένα σύστημα αξιών με το οποίο οι άνθρωποι στο εξής, σε μεγάλο βαθμό ασυνείδητα, καθόριζαν την κοινωνική τους συμπεριφορά.
Ομως η ιστορική παράδοση, είναι κατά κάποιο τρόπο, παρωχημένη. Πουθενά δεν έχουμε στην πραγματικότητα ξεπεράσει αυτό που ο Thorstein Veblen ονόμασε « αρπακτική φάση» της ανθρώπινης εξέλιξης. Τα οικονομικά δεδομένα που παρατηρούμε ανήκουν σ’αυτή τη φάση και επιπλέον οι νόμοι που μπορούμε να συναγάγουμε απο αυτά δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής σε άλλες περιόδους. Αφού ο πραγματικός σκοπός του σοσιαλισμού έγκειται ακριβώς στην υπέρβαση και την πρόβαση πέρα απο την αρπακτική φάση της ανθρώπινης εξέλιξης, η οικονομική επιστήμη στην τωρινή της κατάσταση μπορεί να ρίξει πολύ λίγο φώς στην σοσιαλιστική κοινωνία του μέλλοντος.
Δεύτερον, ο σοσιαλισμός προσανατολίζεται σε ένα κοινωνικό - ηθικό σκοπό. Η επιστήμη, εν τούτοις, δεν είναι σε θέση να δημιουργήσει σκοπούς, και πολύ λιγότερο, να τους εμφυτεύσει σε ανθρώπινα όντα. Η επιστήμη, το πολύ πολύ, μπορεί να προμηθεύσει τα μέσα για την επίτευξη κάποιων σκοπών. Ομως οι ίδιοι οι σκοποί συλλαμβάνονται απο προσωπικότητες με υψηλά ηθικά ιδανικά και - αν αυτοι οι σκοποί δεν έχουν ακόμη γεννηθεί, αλλά είναι ζωτικοί και σθεναροί - υιοθετούνται και προωθούνται απο εκείνα τα πολυάριθμα ανθρώπινα όντα που, σχεδόν ασυνείδητα, καθορίζουν την αργή εξέλιξη της κοινωνίας.
Γι αυτούς τους λόγους, οφείλουμε να είμαστε προσεκτικοί και να μην υπερεκτιμούμε την επιστήμη και τις επιστημονικές μεθόδους όταν πρόκειται για ανθρώπινα προβλήματα, και να μην υποθέτουμε οτι οι ειδικοί είναι οι μόνοι που έχουν το δικαίωμα να εκφράζονται πάνω σε ζητήματα που επιρρεάζουν την οργάνωση της κοινωνίας.

Για τη σχέση Φιλοσοφίας και Ψυχολογίας.

ΔΙΕΘΝΗ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΑ ΝΕΑ (5)

Προς την κοινωνία του Υδρογόνου.

Κάθε φορά που η τιμή του αργού πετρελαίου αυξάνεται ξαφνικά φουντώνει η συζήτηση γύρω απο το μέλλον της παραγωγής και χρήσης ενέργειας για τις ενεργειοβόρες και σπάταλες οικονομίες και κοινωνίες μας. Η επίρριψη ευθυνών είναι σχετικά εύκολη. Για την πετρελαιϊκή κρίση ευθύνονται οι παραγωγές χώρες, η αύξηση της ζήτησης ενέργειας απο τις ασιατικές οικονομίες, το κόστος μεταφοράς, οι περιορισμένες επενδύσεις για εκσυγχρονισμό και επέκταση των παραγωγικών δυνατοτήτων των χωρών της Μέσης Ανατολής. Η δυσκολία ανταπόκρισης της προσφοράς στην αυξανόμενη ζήτηση έχει ως συνέπεια την αύξηση της τιμής του πετρελαίου και κάθε εμπορεύματος που προυποθέτει αυξημένο μεταφορικό κόστος.
Η καθημερινή παραγωγή πετρελαίου (σε εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως!) της Σαουδικής Αραβίας ανέρχεται σε 10,37 εκατ. βαρέλια, της Ρωσσίας σε 9,27, της Β.Αμερικής σε 8.69, του Ιράν σε 4,09 και του Μεξικού σε 3,83 εκατομμύρια βαρέλια. Η αντίστοιχη ημερήσια κατανάλωση της Β. Αμερικής υπολογίζεται σε 20,5 εκ. βαρέλια, της Ρωσίας σε 2,6, της Κίνας σε 8, της Ιαπωνίας σε 5,4, της Γερμανίας σε 2,6 και της Ινδίας σε 3 εκ. βαρέλια. Τα βεβαιωμένα σήμερα αποθέματα του πλανήτη βρίσκονται κατά 65% στη Μέση Ανατολή (τα 25% αυτών στη Σαουδική Αραβία), 9,4 % στη Κεντρική και Ν. Αμερική, 9,3 στην Ευρώπη και Ευρασία, τα 7,4 % στην Αφρική, τα 4,8% στη Β. Αμερική και τα 3,7% στην Ασία.

Πολλοί υποστηρίζουν οτι με τους σημερινούς ρυθμούς κατανάλωσης σύντομα θα φτάσουμε στην κρίσιμη καμπή της εποχής των ορυκτών καυσίμων με δραματικές επιπτώσεις για τον ενεργειακά σπάταλο βιομηχανικό πολιτισμό μας, αλλά πρός ανακούφιση του περιβάλλοντος, κατά τους οικολόγους. Οπως συμβαίνει συνήθως σε κρίσιμα προβλήματα της Ανθρωπότητας η επιστήμη έρχεται να μιλήσει με διπλή γλώσσα. Κατά τους μέν υπάρχουν επαρκή αποθέματα αργού πετρελαίου για 40 τουλάχιστον χρόνια, άλλοι όμως επιστήμονες υποστηρίζουν οτι μέχρι το τέλος της δεκαετίας η παγκόσμια παραγωγή θα κορυφωθεί και στη συνέχεια θα αρχίσει μια απότομη μείωση της. Οι πετρελαιοπαραγωγοί χώρες, που δεν είναι μέλη του ΟΠΕΚ, πλησιάζουν το ανώτατο όριο της παραγωγής τους, με συνέπεια τα αποθέματα που απομένουν να βρίσκονται στην Μέση Ανατολή, που δεν φημίζεται για την πολιτική σταθερότητά της. Η αμερικάνικη στρατιωτική παρουσία στην περιοχή και το εχθρικό κλίμα που καλλιεργείται ανάμεσα στη Δύση και στο Ισλάμ θα δυσκολέψει πιθανότατα την πρόσβαση στα αποθέματα πετρελαίου της περιοχής. Οσο θα γίνεται πιό προβληματική η προμήθεια πετρελαίου τόσο μεγαλώνει ο κίνδυνος κάποια κράτη να καταφύγουν σε λιγότερο καθαρά καύσιμα -- όπως είναι ο λιθάνθρακας η πισσούχα άμμος ή το βαρύ πετρέλαιο --, επιδεινώνοντας την κατάσταση των οικοσυστημάτων και του κλίματος του πλανήτη που αποσταθεροποιείται λόγω των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου...

Ολα δείχνουν οτι η εποχή των ορυκτών καυσίμων πλησιάζει το τέλος της αναγκάζοντας την ανθρωπότητα να αναζητήσει ένα νέο ενεργειακό καθεστώς, λιγότερο δαπανηρό και πιό φιλικό προς το περιβάλλον.
Σύμφωνα με τον Τζέρεμυ Ρίφκιν, βρισκόμαστε «στην αυγή μιας νέας οικονομίας που θα έχει ως κινητήρια δύναμη το υδρογόνο και η οποία θα αλλάξει εκ βάθρων τη φύση της αγοράς, των πολιτικών και κοινωνικών δομών, όπως τις γνωρίζουμε σήμερα, ακριβώς όπως συνέβη με το κάρβουνο και την ατμοκίνηση στο ξεκίνημα της βιομηχανικής εποχής». (Βλέπε περισσότερα στο βιβλίο του Τζέρεμυ Ρίφκιν : «Η Οικονομία του υδρογόνου». Η δημιουργία του παγκόσμιου ενεργειακού ιστού και η ανακατανομή της εξουσίας στη γή. Η επόμενη μεγάλη οικονομική επανάσταση. Εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2003).

Κοινωνικοί ανθρωπολόγοι έχουν υποστηρίξει την άποψη οτι «η λειτουργία του ανθρώπινου πολιτισμού στηρίζεται στην τιθάσευση και τον έλεγχο της ενέργειας προκειμένου να τεθεί αυτή στην υπηρεσία του ανθρώπου» (Βλ.Leslie White). H ευημερία κάθε κοινωνίας στηριζόταν πάντα στο μέγεθος της διαθέσιμης ενέργειας. Οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν αρχικά την ενέργεια που βρισκόταν μέσα στα φυτά ή στα ζώα. Στη συνέχεια με τη βοήθεια εργαλείων και της μηχανικής ενέργειας άρχισαν την εξόρρυξη και την επεξεργασία ορυκτών καυσίμων αυξάνοντας την διαθέσιμη ενέργεια, την ισχύ και την ευημερία τους. Θα ήταν πάντως υπερβολικό να ισχυριστεί κανείς ότι η αυξανόμενη χρήση ενέργειας οδηγεί απευθείας σε κοινωνική πρόοδο παραγνωρίζοντας την αναπόφευκτη περιβαλλοντική υποβάθμιση, την δημιουργία ιεραρχικών δομών και τη συγκέντρωση πολιτικής και οικονομικής δύναμης που συνοδευόταν απο πολεμικές συρράξεις και την υποδούλωση λαών και ολόκληρων περιοχών για την εξασφάλιση των ενεργειακών αποθεμάτων. Εκατομμύρια ανθρώπων χρησιμοποιήθηκαν ως σκλάβοι και ως υποζύγια για εξόρρυξη και μεταφορά των ενεργειακών πόρων.

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2010

ΟΙΚΟΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ (5)

Θεματα Περιβαλλοντικη Ηθικής.

Ολοι γινόμαστε μάρτυρες, τα τελευταία χρόνια, μιας έντονης δημοσιότητας και προβληματισμού , σε παγκόσμια κλίμακα, σχετικά με την κατάσταση του περιβάλλοντος, τον κίνδυνο κλιματικής αποσταθεροποίησης, λόγω της συνεχιζόμενης αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη, που αποδίδεται σε ενέργειες όλων μας και σε παραλείψεις των υπεύθυνων για τη χάραξη της οικονομικής και περιβαλλοντικής πολιτικής, στις ανεπτυγμένες κυρίως βιομηχανικά χώρες.
Η διαπίστωση και η αντιμετώπιση της πλανητικής περιβαλλοντικής κρίσης απασχολεί όχι μόνο επιστήμονες απο το χώρο των φυσικών επιστημών αλλά και κοινωνικούς επιστήμονες και φιλοσόφους που προβληματίζονται για τις συνέπειες αυτής της κατάστασης για τον βιόκοσμο γενικά αλλά και για τα καθημερινά ζητήματα της ποιότητας ζωής στις σύγχρονες κοινωνίες, τις τεράστιες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες ανάμεσα στα βιομηχανικά ανεπτυγμένα κράτη και τα αναπτυσσόμενα κράτη, σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Οι επιπτώσεις των τρεχουσών εξελίξεων στο κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι της χώρας μας, στην Ευρώπη και σε πλανητική κλίμακα απαιτούν απο τη διανόηση συνεχείς προσπάθειες για εμβάθυνση στα γενεσιουργά αίτια των προβλημάτων και την υπέρβαση των ιδεολογικών συγχύσεων και των διάχυτων στην κοινωνία προκαταλήψεων.
Στο πεδίο της φιλοσοφίας παρατηρείται, τις τελευταίες δεκαετίες, γόνιμη συζήτηση και δημιουργικός προβληματισμός πάνω σε θέματα της θεωρητικής αλλά και της εφαρμοσμένης Ηθικής, που ωδήγησαν στη δημιουργία του κλάδου της Περιβαλλοντικής Ηθικής .
Η Περιβαλλοντική Ηθική εξετάζει τις διάφορες παραδοσιακές ηθικές θεωρίες ( του ωφελιμισμού, της θεωρία των δικαιωμάτων και της θεωρίας του κοινωνικού συμβολαίου) και επιχειρεί να διευρύνει το ερευνητικό της πεδίο σε νέες θεματικές , όπως είναι π..χ. τα συμφέροντα των μελλοντικών γενεών, του ανθρώπινου σωβινισμού, των ηθικών μας υποχρεώσεων απέναντι στο μη ανθρώπινο κόσμο, τα δικαιώματα των ζώων, και τα ερωτήματα που διατυπώθηκαν απο τους οπαδούς του οικοφεμινισμού και της κοινωνικής και πολιτικής Οικολογίας.
Ενα άλλο κεντρικό αντικείμενο έρευνας και προβληματισμού αποτελεί το ζήτημα των αξιών, που καθοδηγούν και επηρεάζουν τις ανθρώπινες πράξεις, της γένεσης και αλλαγής αυτών των αξιών, καθώς και η μελέτη των στρατηγικών και των μεθόδων αλλαγής των κυριάρχων ατομοκεντρικών και ωφελιμιστικών αντιλήψεων της κοντόθωρης, ανθρωποκεντρικής Ηθικής και των προσπαθειών δημιουργίας μιας νέας «οικοκεντρικής» περιβαλλοντικής Ηθικής.
Αντικείμενο των σκέψεων που ακολουθούν αποτελούν θέματα της Περιβαλλοντικής Ηθικής και ζητήματα σχετικά με τη συλλογιστική και τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται οι περιβαλλοντικές αποφάσεις, απο τους εκπροσώπους της εξουσίας και χαράσσεται η Περιβαλλοντική Πολιτική, τουλάχιστον σε χώρες που προβλήματίζονται για την έξοδο απο τα σημερινά πλανητικά περιβαλλοντικά αδιέξοδα.
Αρχίζοντας από το τελευταίο θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα νέο σχετικά διεπιστημονικό κλάδο που ασχολείται με τον τρόπο που λαμβάνονται οι περιβαλλοντικές αποφάσεις , την ανάλυση και την επίλυση περίπλοκων προβλημάτων που σχετίζονται με το φυσικό μας περιβάλλον, αντικείμενο που πρόκειται να αποτελέσει ένα από τα πιο σημαντικά καθήκοντα της κοινωνίας μας, κατά τον 21ο αιώνα. Η «Λήψη περιβαλλοντικών αποφάσεων με διεπιστημονικό τρόπο» αποτελεί μιαν ενδιαφέρουσα συνεισφορά στην τέχνη και την επιστήμη της λήψης αποφάσεων σε περιβαλλοντικά θέματα. Οι περίπλοκες αυτές αποφάσεις λαμβάνονται συνήθως με τη χρήση ανεπαρκών, αβέβαιων και συχνά αλληλοσυγκρουόμενων πληροφοριών.
Για το λόγο αυτό είναι σκόπιμο τα Πανεπιστήμια να σχεδιάσουν και να αναπτύξουν το απαραίτητο διανοητικό κεφάλαιο, με την κατάλληλη εκπαίδευση των φοιτητών, ώστε να είναι αυτοί σε θέση να κατανοούν τα περίπλοκα περιβαλλοντικά προβλήματα και να συνηθίζουν στη διεπιστημονική προσέγγιση και συνεργασία για την αντιμετώπιση των ανθρώπινων αναγκών, με αειφορικό τρόπο. Eνα ενδιαφέρον στοιχείο σχετικό με αυτήν την εκπαίδευση αποτελεί η εξέταση και η διδασκαλία της λήψης περιβαλλοντικών αποφάσεων, στις οποίες εμπλέκονται η εξειδικευμένη αξιολόγηση των δεδομένων του προβλήματος, ο συνυπολογισμός και ο αναστοχασμός πολλών πεδίων μελέτης που μπορεί να εμπερικλείονται σε φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, όπως είναι η Νομική, η Ηθική ή η Αισθητική.
Ερχομαι τώρα σε μερικές εισαγωγικές σκέψεις για τα περιβαλλοντικά προβλήματα και τη λήψη των σχετικών αποφάσεων. Γίνεται όλο και ευρύτερα γνωστό οτι η επιβίωσή μας ως είδος στον πλανήτη γή έχει γίνει ένα ανοιχτό ερώτημα λόγω της περιβαλλοντικής υποβάθμισης που είναι έργο ανθρώπινο. Πιέζουμε την περιβαλλοντική μας ποιότητα με πολλούς τρόπους. Με ανεξέλεγκτη πληθυσμιακή αύξηση και κατανάλωση φυσικών πόρων, με τις βιομηχανικές μας δραστηριότητες, με την αλόγιστη διάθεση των αποβλήτων κ.λ.π. Για ποιό λόγο το κάνουμε αυτό ;

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2010

ΟΙΚΟΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ (1.6)

ΣΤΙΓΜΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ (6)

Η Ελληνιστική Ρωμαϊκή Περίοδος (323π.Χ- 330 μ.Χ.)

Στο προηγούμενο κείμενο παρουσιάσαμε τις αποψεις του Θεόφραστου του Λέσβιου για τη φύση και το επιστημονικό του έργο. Ο Θεόφραστος έζησε στο τέλος της κλασσικής αρχαιότητας (371-287 π.Χ.), οταν στον φιλοσοφικό ορίζοντα κυριαρχούσαν η Πλατωνική «Ακαδημεία» και ο Αριστοτελικός «Περίπατος». Εκτός απο τον Θεόφραστο υπήρχαν και οι Στράτων ο Λαμψακινός, ο Δικαίαρχος, και ο Αριστόξενος που συνέχισαν τις έρευνες σε θέματα φιλοσοφικά και φυσικής φιλοσοφίας. Αργότερα οι περιπατητικοί φιλόσοφοι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις περίφημες Σχολές της Αλεξάνδρειας, της Ρόδου, της Αντιόχειας και της Περγάμου, στα μεγάλα κέντρα του ελληνιστικού πολιτισμού. Εκεί άνθισαν τα Μαθηματικά, η Μηχανική επιστήμη, η Γεωγραφία, η Φυσική και άλλοι επιστημονικοί κλάδοι. Ονόματα όπως ήταν του Ευκλείδη, του Αρχιμήδη, του Ιππαρχου και του Πτολεμαίου εκπροσωπούσαν τα κατορθώματα της επιστημονικής σκέψης αυτής της περιόδου.

Ο κόσμος που διαμορφώθηκε μετά το θάνατο του Αλέξανδρου του Μακεδόνα, χαρακτηρίστηκε απο μια μείξη λαών και πολιτισμών, που μετέτρεψε την πνευματική ζωή δίνοντας της έναν κοσμοπολίτικο χαρακτήρα. Αργότερα η πολιτική κατάρρευση της Ελλάδας επρόκειτο να αλλάξει τις συνθήκες της ζωής των ανθρώπων που αναζητούσαν σε ατομικό επίπεδο νόημα και αξίες για να στηριχτούν σε ένα ταραγμένο, χαοτικό κοινωνικό πλαίσιο. Δεν είναι επομένως περίεργο ότι και στη φιλοσοφία έρχονται στο επίκεντρο της συζήτησης θέματα Ηθικής και Πρακτικής φιλοσοφίας. Η νέα φιλοσοφία συγγενεύει με την Σωκρατική και εκπροσωπείται απο τρείς μεγάλες σχολές σκέψης.: Το Στωικισμό, τον Επικουρισμό και τον Σκεπτικισμό.

Σε προηγούμενο κείμενο είχαμε παρουσιάσει τις βασικότερες θέσεις της Στωικής φιλοσοφίας για τη φύση, κάτω απο το κεντρικό μοτίβο της «ζωής σε αρμονία με τη φύση». Θα προσπαθήσουμε τώρα να δώσουμε, με συντομία, τα κεντρικά σημεία της φιλοσοφικής σκέψης του Επίκουρου και του Σκεπτικισμού για να περάσουμε, στο επόμενο αφιέρωμα, στη Μεσαιωνική φιλοσοφική σκέψη.

Ο Επίκουρος (341-270 π.Χ.), γεννήθηκε στη Σάμο και σπούδασε στην Αθήνα όπου παρακολούθησε τις διδασκαλίες τόσο της «Ακαδημείας» του Πλάτωνα όσο και του «Λυκείου», της σχολής του Αριστοτέλη. Σε ηλικία τριάντα χρονών άρχισε ο ίδιος να διδάσκει για να ιδρύσει στη συνέχεια τη δική του σχολή τον περίφημο «Κήπο». Ο Επίκουρος ακολουθεί την εμπειρική παράδοση του Αριστοτέλη και ανανεώνει παράλληλα την παλιά παράδοση της Ιωνικής φιλοσοφίας. Πρότυπά του αποτέλεσαν ο Εμπεδοκλής, ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος. Στο σύμπαν της «Ατομικής φιλοσοφίας» υπάρχουν μόνο δύο πράγματα : τα άτομα και το κενό. Το κενό κρίθηκε αναγκαίο για να εξηγηθεί η κίνηση των υλικών σωμάτων στο χώρο. Τα άτομα είναι αγέννητα και ανώλεθρα, ομοειδή κατά την ουσία τους, διαθέτουν όμως διαφορετικό βάρος, μέγεθος και σχήμα. Απο τα άτομα σχηματίζονται τα διάφορα σύνθετα και φθαρτά όντα. Η φύση είναι άπειρη, αιώνια και υπακούει στο τυχαίο ή μόνο στον εαυτό της. Ακόμη και η ανθρώπινη ψυχή θεωρείται οτι απαρτίζεται απο λεπτά, λεία, στρογγυλά και αδιόρατα, αιθέρια άτομα. Η ψυχή για τον Επίκουρο μετά το θάνατο αφανίζεται και τα άτομά της διασκορπίζονται. Ο Επίκουρος δεν προσπαθεί να περιγράψει ένα κλειστό φυσικό σύστημα. Ο κόσμος γενιέται απο τη δίνη των ατόμων, που προκύπτει απο την κίνηση και την σύγκρουση των ατόμων μεταξύ τους. Ο ατομιστικός υλισμός του προεκτείνει και τροποποιεί τον ατομισμό του Δημόκριτου, υποστηρίζοντας την απροσδιόριστη κίνηση των ατόμων μέσα στο κενό, που επιτρέπει την συνάντηση, τη σύγκρουση μεταξύ τους αλλά συνιστά και την ελευθερία τους. Δεν είναι τυχαία οτι ο Κάρολος Μαρξ, την εποχή που βρισκόταν ακόμη έντονα κάτω απο την επιρροή ττης φιλοσοφίας του Εγελου, γράφει μια φιλοσοφική, διδακτορική διατριβή με θεμα την «Διαφορά της Δημοκρίτειας και Επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας». Το ανθρώπινο πνεύμα για τον Επίκουρο είναι ελεύθερο να διαλέξει ανάμεσα σε διάφορες ερμηνείες των φυσικών φαινομένων εκείνη που του επιτρέπει να ζήσει χωρίς φόβο και τις απάτες της δεισιδαιμονίας. Οι θεοί θεωρούνται πλάσματα της φαντασίας των ανθρώπων. Το ιδεώδες της βιοθεωρίας του είναι η «απάθεια» και η ψυχική «αταραξία». Παρόλον ότι ο Επίκουρος υπήρξε πρόσωπο με παραδειγματική εγκράτεια οι εχθροί του προσπάθησαν να σπειλώσουν το όνομά του και να τον παρουσιάσουν ως εκπρόσωπο του χυδαίου ηδονισμού. Η πάλη του ενάντια στις δεισιδαιμονίες και η αθεϊα του αποτελούσε πρόκληση και του δημιούργησε πολλούς εχθρούς, λόγω της αντίστασης του στον κυρίαρχο Ιδεαλισμό.

Ολη η Ηθική του Επίκουρου συνιστούσε σκληρή κριτική της υποκρισίας και του ασκητισμού, της εποχής του. Δεν αρνείται τις φυσικές και αναγκαίες ηδονές που οδηγούν στην ικανοποίηση φυσικών αναγκών και επιφέρουν την ισορροπία στο σώμα που είχε νοιώσει την έλλειψη τους, π.χ. τροφής ή ποτού. Αυτό που προτείνει ο Επίκουρος είναι η αποφυγή της υπερβολής και της ασωτίας. Το πιό μεγάλο αγαθό για το άτομο είναι η ίδια η ζωή, το να γνωρίζει τον τρόπο να παραμένει αυτάρκης, αποφεύγοντας τις ανώφελες υπερβολές. Η φρόνηση θεωρείται το πιό μεγάλο αγαθό επειδή μας διδάσκει πως θα γίνουμε τίμιοι, δίκαιοι και σοφοί. Η αναζήτηση της γνώσης συνοδεύεται απο ευχαρίστηση ενώ η σοφία μας βοηθάει να καταπραϊνουμε τον φόβο του θανάτου, των θεών και των σωματικών πόνων πείθοντας μας οτι το αγαθό και η ευδαιμονία είναι ευκολα προσιτά στον άνθρωπο, με την κατάλληλη άσκηση. Η φιλοσοφία, με τη μελέτη της φύσης, διαλύει τα σκοτάδια της άγνοιας και μας παρηγορεί στις κακοτυχίες της ζωής. Η καταπολέμηση των παθών, η ψυχική ηρεμία και η επιδίωξη άφθαρτων αγαθών επιτρέπει στο σοφό να ζήσει σαν θεός ανάμεσα σε ανθρώπους.

Την ίδια φιλοσοφική στάση ζωής προτείνουν ως αντίβαρο στην δυστυχίες της εποχής τους και οι εκπρόσωποι της Σχολής του Σκεπτικισμού, που συνήθως συνδυάζεται με το όνομα του Πύρρωνα απο την Ηλεία (360-270 π.Χ.). Τα φιλοσοφικά δόγματα του Πύρρωνα τα γνωρίζουμε απο όσα έχει διαφυλάξει ο μαθητής του Τίμων ο Φλειάσιος, που έζησε και πέθανε στην Αθήνα (330-240 π.Χ. περίπου). Κατά τους σκεπτικούς η ανθρώπινη γνώση των πραγμάτων είναι αδύνατη, επειδή και οι αισθήσεις μας και ο νους μας απατούν και οι αντιλήψεις μας είναι συχνά υποκειμενικές. Ο έλεγχος της αλήθειας αποβαίνει αδύνατος επειδή για κάθε πράγμα υπάρχουν δυό λόγοι αντίθετοι και ισοδύναμοι μεταξύ τους. Γι αυτό μιλάνε οι σκεπτικοί για «ισοσθένεια των λόγων», για «αφασία», «ακαταληψία» και «εποχή». Κατά τη διατύπωσή τους : «των μεν πραγμάτων διαφωνούντων των δε λόγων ισοσθενούντων αγνωσία της αληθείας επακολουθεί».

Η άποψη οτι ούτε οι αισθήσεις μας ούτε οι κρίσεις μας μπορούν να μας πούν την αλήθεια ωδήγησε συνεχιστές του σκεπτικισμού σε έναν μηδενισμό που έλαβε οντολογική, γνωσιολογική και ηθική μορφή. Παρόλα αυτά ...η ζωή συνεχίζεται, αρκούμενη στην φαινομενικότητα. Αλλοι σκεπτικοί φιλόσοφοι όπως ήταν οι Αρκεσίλαος (315-241) και ο Καρνεάδης (213- 129) δεν αναιρούν εντελώς τη γνώση αποδεχόμενοι οτι μπορούμε να αποφαινόμαστε για τα πράγματα με βαθμούς πιθανότητας. Λίγο αργότερα σκεπτικιστικές απόψεις διατύπωσαν οι Αινησίδημος, Αγρίππας και ο Σέξτος ο Εμπειρικός ( πού έδρασε γύρω στο 180 μ.Χ. ).

Οι αγνωστικιστική αυτή αντιμετώπιση της γνώσης μας για το φυσικό κόσμο επρόκειτο να αναβιώσει μετά την περίοδο της Αναγέννησης, (επειδή οι μεσαιωνικοί χρόνοι χαρακτηρίζονται απο την επικράτηση του φιλοσοφικού δογματισμού) με γνωστότερους εκπροσώπους τους γάλλους : Μοntaigne, Charron και Βayle,.Ο Καρτέσιος εισάγει στη φιλοσοφία την μεθοδική αμφιβολία αντιτασσόμενος στη δογματική φιλοσοφία του Μεσαίωνα. Περισσότερα γιαυτή την περίοδο θα δούμε στο επόμενο .

ΟΙΚΟΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ (1.5)

ΣΤΙΓΜΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ (5)

Θεόφραστος ο Λέσβιος (371-287 π.Χ.)

Ο Θεόφραστος απο την Ερεσσό της Λέσβου, υπήρξε σύγχρονος του Αριστοτέλη, φίλος και συνεργάτης του στο «Λύκειο», του οποίου ανέλαβε και την διεύθυνση, όταν ο Αριστοτέλης αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα, το 323/322, μετά την επικράτηση των αντιμακεδονικών του αντιπάλων. Αρχικά ο Θεόφραστος θεωρήθηκε ως απλός συνεχιστής του αριστοτελικού έργου. Νεώτερη όμως έρευνα έδειξε τη δύναμη, την πρωτοτυπία και την ανεξαρτησία της σκέψης του και την ιδιαιτερότητα της μεθοδολογίας του κατά τη μελέτη των φυσικών φαινομένων.

Εχει ονομαστεί πατέρας της βοτανικής επιστήμης, ενώ η μελέτη των έργων του, απο τη σκοπιά της Οικολογίας, δείχνει σήμερα το αληθινό του μεγαλείο. Ισως θα του άξιζε να ονομαστεί πατέρας της Οικολογίας, αφού τα μισά απο τουλάχιστον τα βοτανολογικά του γραπτά ασχολούνται με οικολογικές παρατηρήσεις. Δεν πρόκειται για μεμονωμένες παραγράφους αλλά για μια σταθερή οικολογική προσέγγιση. Ο Θεόφραστος δεν έβλεπε ένα φυτό μεμονωμένο. Ρωτούσε για τις σχέσεις του, ως ζωντανού οργανισμού, με τον ήλιο, το έδαφος και το κλίμα, το νερό και την καλλιέρεγειά του σε σχέση με τα άλλα φυτά και τα ζώα. Στήριζε τις απόψεις του σε συγκεκριμένες παρατηρήσεις και στα πλούσια και ενδιαφέροντα δείγματα που απέστελλε ο Μ.Αλέξανδρος, απο την εκστρατεία του στην Ανατολή.

Απο το πλουσιότατο έργο του έχουν σωθεί μόνο δύο κείμενα βοτανικής, λίγα ακόμη κείμενα που ανήκουν στο χώρο των φυσικών απιστημών, μια συλλογή με τριάντα χαρακτηριολογικούς τύπους και ένα κείμενο με μεταφυσικά ερωτήματα. Στα νεοελληνικά έχουν κυκλοφορήσει (απο τις εκδόσεις «Κάκτος») 11 τόμοι και περιλαμβάνουν 3 τόμους απο το έργο : «Περί φυτών Ιστορίας», 4 τόμους απο το έργο : «Περί φυτών αιτίων», 1 τόμο απο το έργο: «Χαρακτήρες», 1 με φυσικά θέματα (Περί οσμών, Περί ιχθύων, Περι αισθήσεων, Φυσικαί δόξαι, Μετά τα Φυσικά), 1 τόμο με τίτλο : «Περί λιποψυχίας», «Περί κόπων», Περί ιλίγγων», «Περί ιδρώτων»», «Περί παραλύσεως») και ένα τόμο με ένα «Λεξικό φυτών».

Απο τα μικρότερα κείμενα σπουδαίες είναι οι σημειώσεις του Θεόφραστου, απο τα μαθήματά του στο Λύκειο και ιδιαίτερα όσα αναπτύσσει σχετικά με τους ανέμους, τα αίτια της γέννεσης τους, τις «δυνάμεις» και τις «διαφορές» τους, ανάλογα με την αφετηρία τους, την περιεκτικότητά τους σε υγρασία, τη θερμότητα και την εποχή του έτους. Πολύ ενδιαφέρουσες είναι οι παρατηρήσεις του για την επίδραση των τοπικών και γεωμορφολογικών ιδιαιτεροτήτων για την ισχύ και τη συμβολή των ανέμων στη βροχόπτωση και την ανάπτυξη των διαφόρων φυτών.

Πολύ πρωτοποριακές είναι οι περιγραφές και οι ερμηνείες των ιδιαιτεροτήτων των διαφόρων πετρωμάτων και του εδάφους. Γίνονται αναφορές στις ιδιότητες των λίθων να διαλύονται ή να σκληραίνουν με την έκθεσή τους στο πύρ, περιγράφονται πολύτιμοι λίθοι και οι διάφορες χρήσεις τους καθώς και οι δυνατότητες μετατροπής τους σε εργαλεία. Ενδεικτικά αξίζει να αναφέρουμε οτι οι σύγχρονοι μας ορυκτολόγοι θεωρούν τον Θεόφραστο ως τον ιδρυτή της επιστήμης τους.

Ανάλογο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παρατηρήσεις του Θεόφραστου για το πύρ, την προέλευσή του, τις ιδιαιτερότητές του, τη σχέση του με τη θερμότητα, τη «φθορά»του (σβύσιμο), τις διάφορεες μορφές της θερμότητας, το χρώμα και τη μορφή της φλόγας, τον καπνό και τη σχέση του με την υποκειμένη ύλη και την υγρασία.

Απο τα διάφορα αποσπάσματα των έργων του Θεόφραστου που έχουν διασωθεί έχει καταβληθεί προσπάθεια, απο γερμανούς κυρίως φιλολόγους και ιστορικούς της επιστήμης, ανάπλασης των βασικών του θέσεων για τη φύση γενικά. Τα δύο πρώτα κεφάλαια των παραδόσεων του «Περί φύσεως» εξετάζουν γενικά ερωτήματα σχετικά με την ύλη, τη μέθοδο και την αξία της γνώσης μας για τον φυσικό κόσμο. Η φυσική του Θεοφράστου δεν περιορίζεται στην υποσελήνια περιοχή αλλά έχει ως αντικείμενο ολόκληρο τον κόσμο, συμπεριλαμβάνοντας δηλαδή και τον ουρανό. Θεμέλιο και αφετηρία των φυσικών του ερευνών αποτελεί η αισθητηριακή αντίληψη και η παρατήρηση των φαινομένων. Εν προκειμένω είναι δυνατές δύο μεθοδολογικές προβάσεις. Η θα πρέπει να διαπιστώσουμε και να κατανοήσουμε τα φαινόμενα ή με αφετηρία τα φαινόμενα να προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε τις «αρχές « τους, εφ’ όσον υπάρχουν τέτοιες. ή έρευνα μας δηλαδή θα διαπιστώσει τις «διαφορές» ή θα αναζητήσει την «αιτιολογία» τους. Οπως το διατυπώνει ο ίδιος σε ένα απόσπασμα των Μεταφυσικών του : «η γαρ αίσθησις και τας διαφορά θεωρεί και τας αιτίας ζητεί ».

Το θέμα της αναζήτησης των αρχών παραπέμπει στις αναλύσεις της Μεταφυσικής ή Πρώτης Φιλοσοφίας, η οποία, όπως και στον Αριστοτέλη, έχει ως αντικείμενο την εξέταση «των πρώτων αρχών και των αιτίων των όντων». Ενδιαφέρουσα είναι η άποψη του Θεόφραστου οτι η δύναμη του ήλιου αποτελεί την αιτία της κίνησης και των αλλοιώσεων της θερμοκρασίας καθώς και της κίνησης των ανέμων, που παρατηρούμε στη φύση. Ο Θεόφραστος διατυπώνει διαφοροποιημένες απόψεις επάνω σε θεμελιακές έννοιες της φυσικής, όπως είναι οι έννοιες του «τόπου» και του «χρόνου».

Οπως στα φυτά, στα ζώα και στα άψυχα παρατηρείται μια ταξινομημένη σχέση των μερών προς το όλον, είναι δυνατόν, λέει ο Θεόφραστος, με τη βοήθεια αυτού του χαρακτηριστικού, να νοήσουμε όλον τον κόσμο, ως μιαν ενότητα, ως ένα εύτακτο πλέγμα σχέσεων. Στις «Παραδόσεις» του για τον ουρανό, τον χαρακτηρίζει ως έμψυχο και θείο. Αν είναι θείος, λέει, και εμφανίζει άριστη διαγωγή θα πρέπει να είναι έμψυχος. Ενδιαφέρουσεες είναι οι παρατηρήσεις του σχετικά με την επίδραση της κίνησης των ουρανίων σωμάτων επάνω στα ζώα και στα φυτά. Υποστηρίζει και αυτός, όπως ο Αριστοτέλης, τη θεωρία για την αιωνιότητα του κόσμου, που την στηρίζει σε ένα άφθαρτο και αναλλοίωτο πέμπτο σώμα, το «κυκλοφορητικό», αντι για τον «αιθέρα» του Αριστοτέλη.

Για τον Θεόφραστο η ουράνια και επίγεια περιοχή είναι μεν χωρικά απομακρυσμένες όμως μετέχουν της ίδιας φύσης και έχουν την ίδια ουσία. Τόσο εδώ όσο και εκεί ισχύουν οι ίδιοι νόμοι της φυσικής. Η αιωνιότητα του κόσμου δεν βασίζεται σε μιαν αναλλοίωτη, υπερβατική ύλη αλλά σε μια σπουδαία επιστημονιοκή γνώμη που υποστηρίζει τη διατήρηση της ύλης και των δυνάμεων της φύσης, που βρίσκονται σε ανταλλλαγή και αλληλεπίδραση. Τον γαλαξία δεν τον θεωρεί φαινόμενο που οφείλεται δτην σύνθεση της ατμόσφαιρας, όπως ισχυριζόταν ο Αριστοτέλης, αλλά τον αποδίδει στη «συμβολή των δύο ημισφαιρίων» και οφείλεται στην μεγάλη απόσταση του ουρανού και των απλανών αστέρων.

Πολύ ενδιαφέρουσες και πρωτοποριακές για την εποχή του είναι και οι παρατηρήσεις και προσπάθειες εξήγησης πολλών ουράνιων φαινομένων. Απο την ανάμειξη και αμοιβαία επίδραση των δυνάμεων των «απλών σωμάτων», των «στοιχείων» (αέρα, νερού,γής και πυρός) εξηγούνται τα φαινόμενα της βροντής, της αστραπής, του κεραυνού, της βροχής, του χιονιού, του χαλαζιού, των ανεμοστροβιλων και των τυφώνων. Εχουν διασωθεί αποσπάσματα εξηγήσεων που είχε δώσει για τους σεισμούς και τα ηφαίστεια. Πολύ ενδιαφέρουσες είναι και οι υδρολογικές του παρατηρήσεις. Δεν αναφέρεται «περί υδάτων» γενικά αλλά και για τα είδη των υδάτων, τις διαφορές και τις δυνάμεις τους. Για το νερό της θάλασσας αναφέρει ως «αιτία της αλμυρότητας» την «υποκειμένη γή». Δεν λείπουν και παρατηρήσεις «περί μετάλλων» και ορυκτών.

Παρά τον κατακερματισμένο και αποσπασματικό χαρακτήρα των έργων και των σημειώσσεων απο τα μαθήματα φυσικής, που έδωσε ο Θεόφραστος, κατά τα δεκαπέντε τελευταία χρόνια της ζωής του, περίπου εικοσι πέντε χρόνια μετά το θάνατο του Αριστοτέλη, ο αναγνώστης μένει βαθειά εντυπωσιασμένος απο το τεράστιο και συστηματικό έργο του Θεόφραστου, που επιχείρησε να επικαιροποιήσει το σώμα της Αριστοτελικής φυσικής.

ΟΙΚΟΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ (1.4))

ΣΤΙΓΜΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ (4)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ Ο ΣΤΑΓΕΙΡΙΤΗΣ (384-322)


Το έργο του Αριστοτέλη αποτελεί ίσως το κορύφωμα της Αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας με γενικά αναγνωρισμένη συμβολή στη δημιουργία πολλών κλάδων της επιστήμης και τεράστια επίδραση στους αιώνες που ακολούθησαν στην πνευματική συγκρότηση της Ευρώπης και τη γένεση της επιστήμης των νεώτερων χρόνων.

Το συγγραφικό του έργο είναι καταπληκτικό. Απο τα έργα του που έχουν σωθεί τα σπουδαιότερα είναι : 1) τα σχετικά με τη Λογική (τα Αναλυτικά πρότερα, τα Αναλυτικά ύστερα, τα Τοπικά, οι Σοφιστικοί έλεγχοι), 2.) τα σχετικά με την Οντολογία (το γνωστό ως Μετά τα Φυσικά), 3) τα σχετικά με την Ψυχολογία (το Περί ψυχής, το Περί αισθήσεως και αισθητών, το Περί μνήμης και αναμνήσεως, το Περί ύπνου και εγρηγόρσεως), 4) τα σχετικά με την Βιολογία (το Περί ζώων Ιστορία, Περί ζώων μορίων, Περί ζώων πορείας, Περί ζώων κινήσεως, Περι ζώων γενέσεως), 5) τα σχετικά με την Ηθική (τα Ηθικά Ευδήμεια, τα Ηθικά Νικομάχεια), 6) τα σχετικά με την Πολιτική (τα Πολιτικά, Αθηναίων Πολιτεία), τέλος 7) τα σχετικά με την Φυσική ( Φυσική ή Φυσική Ακρόασις, Περί Ουρανού, Περί γενέσεως και φθοράς και τα Μετεωρολογικά).

Θα επικεντρώσουμε, για λόγους οικονομίας χώρου, στη φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη, που μας ενδιαφέρει στα πλαίσια αυτής της σειράς απο « Στιγμές απο την Ιστορία της Φιλοσοφίας της φύσης». Τα κεντρικά στοιχεία της φυσικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη τα βρίσκομε στο έργο του Τα Φυσικά, όπου μας δίνονται ο ορισμός της έννοιας της φύσης (ως αρχής της κίνησης), τα τέσσερα αίτια των φυσικών φαινομένων και η θεμελίωση της φυσικής επιστήμης. Για τον Αριστοτέλη η φυσική πραγματικότητα είναι μια αυτοδύναμη ολότητα που λειτουργεί τελεολογικά. Το σύμπαν για τον Αριστοτέλη είναι αιώνιο και αγέννητο.

Στο έργο του τα Φυσικά εξετάζει τα όντα που υπάρχουν «φύσει» και έχουν μέσα τους την αρχή της κίνησης και της στάσης είτε κατά το χώρο είτε κατά την αύξηση και φθίση/αλλοίωσή τους. Η αριστοτελική έννοια της φύσης παραμένει εγκόσμια. Αποτελεί την εσωτερική αρχή που διέπει την ύλη και της προκαλεί την τάση για πραγματοποίηση διαφόρων μορφών. Φύση είναι η πραγματοποίηση της μορφής στο ατομικό πράγμα. Η φύση είναι η αρχή που κυριαρχεί πάνω στην ύλη και της επιτρέπει να ολοκληρώσει τον προορισμό της. Αποτελεί το «τέλος», το «ού ένεκα», το τελικό αίτιο, ως «αρχή κινήσεως». Μια άλλη χρήση της έννοιας της φύσης που συναντάμε στον Αριστοτέλη είναι η αντιπαράθεση της πρός την έννοια της τέχνης. Η τέχνη καλείται να τελειοποιήσει αυτά που δεν μπορεί να κάνει η φύση, ή να τα μιμηθεί. Τα έργα της τέχνης εξυπηρετούν ένα σκοπό, όπως και τα έργα της φύσης. Η φύση δηλαδή θεωρείται μια σκόπιμα δρώσα δύναμη.

Ειναι γνωστή η σπουδαιότητα του Αριστοτέλη για τη δημιουργία πολλών κλάδων των φυσικών επιστημών και ιδιαίτερα της Βιολογίας. Η επίδρασή του, στους αιώνες που ακολούθησαν, υπήρξε ανυπολόγιστη. Επιχείρησε προσεκτικές ταξινομήσεις και περιγραφές των ζώων. Οι διδασκαλίες του για τα ζώα αποτέλεσαν τα θεμέλια για τον τρόπο με τον οποίο ο δυτικός κόσμος έμαθε να σκέπτεται για τη σχέση του ανθρώπινου γένους προς το υπόλοιπο σύμπαν και το φυσικό του περιβάλλον.

Νεώτεροι βιολόγοι και άλλοι επιστήμονες έχουν διατυπώσει το θαυμασμό τους για το έργο του. Σπουδαίες παρατηρήσεις του σε θέματα συγκριτικής ανατομίας και εμβρυολογία, θεωρήματα φυσιολογίας ίσχυαν για πολλούς αιώνες. Στα έργα του Αριστοτέλη πρωτοδιατυπώνεται η έννοια του «οργανισμού» και ερμηνεύεται η γένεση της ζωής τελεολογικά, με βασική την έννοια της «εντελέχειας». Πρώτη εντελέχεια (ολοκλήρωση) για τα έμβια όντα θεωρείται η ψυχή, που αποτελεί « αιτία και αρχή» του ζώντος σώματος. Ο Αριστοτέλης διακρίνει τη θρεπτική ψυχή, που διαθέτουν και τα φυτά, απο την αισθητική ψυχή που υπάρχει, μαζί με τη θρεπτική ψυχή στα ζώα και τέλος τη νοητική ψυχή που υπάρχει , μαζί με τη θρεπτική και την αισθητική, στον άνθρωπο.

Η σκέψη του Αριστοτέλη ήταν τελεολογική. Ολα τα πράγματα έχουν ένα σκοπό, ή ένα «τέλος», για τον οποίο έχουν διαμορφωθεί. Οταν ένα πράγμα εκπληρώνει τον σκοπό του είναι χρήσιμο και όμορφο. Για το λόγο αυτό κανένα ζώο δεν στερείται ομορφιάς, αφού όλα τα όντα σχηματίστηκαν για κάποιο δικό τους σκοπό. Ο τελικός σκοπός τους είναι να υπηρετούν τον ανθρώπινο γένος. Ολα τα όντα και τα πράγματα υπάρχουν για το ανθρώπινο καλό. Γι’αυτό θεωρούνται κατάλληλα όργανα για ανθρώπινη χρήση. Υπάρχει μια ιεραρχία όντων, στην κορυφή της οποίας βρίσκεται ο άνθρωπος, επειδή δεν είναι μόνο βιολογικό όν αλλά και λογικό και κοινωνικό και πολιτικό όν.

Στη φύση, η οποία για τον Αριστοτέλη είναι μια μορφή που δρά απο τα μέσα και σκόπιμα, όλα είναι διαβαθμισμένα με τρόπο ώστε το κατώτερο να υπακούει στο ανώτερο. Η τελεολογική τάξη των πραγμάτων θεωρείται εμπειρικά αποδεδειγμένος νόμος της φύσης. Ο Αριστοτέλης ενδιαφέρεται για τη φύση του συγκεκριμένου κάθε φορά ατομικού πράγματος. Κάθε πράγμα διαθέτει την ατομική του φύση. Απο τη μεταβολή των ατομικών πραγμάτων εξηγείται και η τελική δυναμική που χαρακτηρίζει τη φύση.

Ο Αριστοτέλης πάντως φαίνεται στα έργα του οτι είχε συλλάβει τη μελέτη όλης της φύσης ως ενιαίο σχέδιο. Εκτος απο το έργο Τα Φυσικά, στο έργο του Περί Ουρανού μελετά την κίνηση του ουρανού και των τεσσάρων στοιχείων, στο έργο του Περί γενέσεως και φθοράς μελετά την αμοιβαία μεταβολή των στοιχείων. Ενώ στη μελέτη των μετεωρολογικών φαινομένων, δηλώνει οτι σχεδιάζει ο κύκλος των φυσικών έργων του να ολοκληρωθεί με τα βιολογικά του έργα. «Διελθόντες δε περί τούτων θεωρήσωμεν εί τι δυνάμεθα κατά τον υφηγημένων τρόπον αποδούναι περί ζώων και φυτών, καθόλου τε και χωρίς. σχεδόν γαρ τούτων ρηθέντων τέλος αν είη γεγονός της εξ αρχής ημίν προαιρέσεως πάσης» (339 α 6-9).

Ο Αριστοτέλης ήδη όταν έγραφε τα Μετεωρολογικά είχε συλλάβει το ενιαίο σχέδιο μελέτης της φύσης. Στον φυσικό επιστήμονα προτείνει να αρχίσει τη μελέτη του απο την ανάλυση των αιτίων της φύσης. Σε δεύτερο στάδιο ακολουθεί η μελέτη του γενικού προβλήματος της φυσικής κίνησης. Τέλος θα πρέπει να ακολουθήσει η μελέτη ειδικών τομέων της φυσικής πραγματικότητας. Ετσι το αριστοτελικό πρόγραμμα για την έρευνα ης φύσης είναι γερά θεμελιωμένο πάνω σε έναν αυστηρό ορισμό της φύσης και της φυσικής αναγκαιότητας. Η διερεύνηση των αιτίων των φυσικών όντων και φαινομένων θεωρείται ως το πρωταρχικό καθήκον του ερευνητή της φύσης. Τη φυσική φιλοσοφία τη θεωρεί ο Αριστοτέλης ως θεωρητική επιστήμη των φυσικών όντων. Τα φυσικά όντα αντιμετωπίζονται στη δυναμική τους διαδικασία, σε κίνηση, στην οποία φαίνεται και η υλικότητά τους Τα φυσικά όντα έχουν μέσα τους την αρχή της κίνησης και στάσης, σε αντιδιαστολή προς τα τεχνητά πράγματα που καθορίζει την κίνησή τους ο άνθρωπος. Η αριστοτελική προσέγγιση της φυσικής πραγματικότητας επρόκειτο να είναι καταλυτική. Η φυσική του αποτέλεσε την θεωρητική αφετηρία για κάθε πραγμάτευση που ακολούθησε στην Αρχαιότητα και το Μεσαίωνα. Κατά την περίοδο του 17ου αιώνα ακολουθεί μια στροφή προς την Πλατωνική, Πυθαγόρεια σκέψη, που είχαν διατυπώσει μια μαθηματική Φυσική και Αστρονομία , που φαινόταν πιό γόνιμη ερευνητικά απο την ποιοτική, τελεολογική λειτουργιστική φυσική θεωρία του Αριστοτέλη. Τον 19ο αιώνα άλλαξε η στάση των φυσικών επιστημόνων απέναντι στον Αριστοτέλη, που θεωρείται ως ο μεγαλύτερος βιολόγος μέχρι τον 18ο αιώνα. Ο Δαρβίνος ενθουσιασμένος παρατήρησε οτι ο Λινναίος και ο Κυβιέρ υπήρξαν οι δυό θεοί του, αλλά «συγκρινόμενοι με τον παληό Αριστοτέλη ήταν σχολιαρόπαιδα». Κατά τον 20ο αιώνα οι φυσικοί επιστήμονες ανακάλυψαν, απομακρυνόμενοι απο τη θεωρία του Νεύτωνα, ότι το αντικείμενο της Φυσικής θα πρέπει να γίνει λειτουργικό και να ερευνάται μέσα στο πλαίσιο του, με έννοιες που αρμόζουν στο «πεδίο» του. Κι αυτό σημαίνει οτι και ο φυσικός , στις βασικές του έννοιες θα πρέπει να σκέπτεται όπως ο βιολόγος. Σήμερα οι έννοιες της αριστοτελικής φυσικής, που χρησιμοποιούνται για την ανάλυση διαδικασιών, έχουν εκτοπίσει τις έννοιες του Νεύτωνα. Οι απόψεις της αριστοτελικής φυσικής βρίσκονται πιό κοντά στις σημερινές φυσικές θεωρίες απο εκείνες του 19ου αιώνα. Ενας φιλοσοφών εκπρόσωπος της μοντέρνας, μη-σχετικιστικής φυσικής, ανακάλυψε την αξία των αριστοτελικών εξηγήσεων. Ο C. F.Weizsaecker π.χ. επικαλείται ρητά, στη θεωρία του για την ιστορικότητα της φύσης, τον Αριστοτέλη. Ο κλωνισμός του μηχανιστικού-αιτιοκρατικού κοσμοείδωλου είχε ως συνέπεια την επίκληση και επαναξιολόγηση των αριστοτελικών ερμηνειών και προσεγγίσεων πολλών φυσικών φαινομένων. Συνοπτικά μπορεί κανείς να πεί οτι η φιλοσοφία του Αριστοτέλη αποδίδει όλα τα περιεχόμενα που είχαν διατυπωθεί στην εποχή του θεωρητικά και θέτει ερωτήματα, όρισε βασικές έννοιες της θεωρία για τη φύση που προκαλούν μέχρι σήμερα το σεβασμό για τη μεθοδικότητα, την σοβαρότητα και λειτουργικότητά τους, σε όλους τους καλοπροαίρετους ερευνητές της φυσικής φιλοσοφίας.

Σημείωση. Την καλύτερη εισαγωγή στο συνολικό έργο του Αριστοτέλη μπορείτε να τη βρείτε στο έργο του Κ.Δ.Γεωργούλη, Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης, επίσης στο έργο του During I., Αριστοτέλης, Αθήνα 1960, ελλ.μεταφρ.τομ.1 και 2, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1994.

ΟΙΚΟΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ (1.3))

ΣΤΙΓΜΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ (3)

Η ΦΥΣΙΚΗ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

Συνεχίζοντας το ταξίδι μας στην ιστορία της Φιλοσοφίας της φύσης θα σταθούμε αυτή τη φορά στις απόψεις του Πλάτωνα Περί φύσεως και Περί κόσμου. Θα αναφερθούμε ιδιαίτερα στον διάλογο της ώριμης ηλικίας του, τον «Τίμαιο»,που, κατά τη γνώμη των ιστορικών της φιλοσοφίας, θεωρείται ως η πρώτη συστηματική προσπάθεια επιστημονικής εξήγησης της συγκρότησης του σύμπαντος.

Ο διάλογος «Τίμαιος» μαζί με τον «Κριτία» και τον «Ερμοκράτη» επρόκειτο να αποτελέσουν μια τριλογία. Εκτός απο τον «Τίμαιο», απο τον «Κριτία» έχομε μόνο ένα μικρό μέρος που αναφέρεται στην μυθική Ατλαντίδα και τον κατακλυσμό της. Στον «Τίμαιο» έχομε μια μυθική κοσμογονική διήγηση για την κοσμογονία και μια προσπάθεια - παρόλο που η εξιστόρηση γίνεται σε μυθολογικό πλαίσιο - επιστημονικής εξήγησης της συγκρότησης του κοσμικού σύμπαντος και της σύστασης των όντων, που στηρίζεται σε μαθηματικές αναλογίες.

Δεν είναι εύκολο να αποδοθούν μονοσήμαντα οι απόψεις του Πλάτωνα για το φυσικό κόσμο επειδή αυτές ποικίλλουν απο διάλογο σε διάλογο. Οι απόψεις του για το κοσμικό σύμπαν και τον πλανήτη μα εμφανίζουν μιαν εξελικτική πορεία στο έργο του. Ετσι π.χ. στον διάλογό «Φαίδων» ο φυσικός κόσμος παρουσιάζεται ως το ακριβώς αντίθετο απο τον κόσμο των ιδεών και εμφανίζεται με μελανά χρώματα ως η αιτία όλων των δεινών του ανθρώπου (65Β κ.ε.).Στην περίφημη «Πολιτεία» του ο φυσικός κόσμος παρουσιάζεται ως το ανάλογο και όχι το αντίθετο του κόσμου των ιδεών, ενώ στον «Τίμαιο» ο Πλάτωνας εξαρτά τη δημιουργία των φυσικών πλασμάτων απο το σύστημα των ιδεών.

Στην «Πολιτεία» προτείνει να φανταστούμε μια γραμμή χωρισμένη σε τέσσερα μέρη. Στο πρώτο τμήμα της γραμμής τοποθετεί τις εικόνες των φυσικών αντικειμένων, στο δεύτερο τα ίδια τα πλάσματα της φύσης (φυτά και ζώα), στο τρίτο τα κατώτερα νοητά (τα αντικείμενα των μαθηματικών, της φυσικής και της αστρονομίας) και στο τέταρτο τα ανώτερα όντα (τις ιδέες, στις οποίες φτάνουμε με τη βοήθεια της διαλεκτικής και της φιλοσοφίας). Σε κάθε ένα από αυτά τα τέσσερα μέρη του σύμπαντος αντιστοιχεί και ένα άλλο είδος γνώσης. Αρχίζοντας από το κατώτερο έχουμε βαθμιαία την εικασία, την πίστη, τη διάνοια και τέλος τη νόηση.

Πάντως το κατ’εξοχήν έργο στο οποίο ο Πλάτωνας αναφέρεται στη φύση είναι ο «Τίμαιος». Ο «Τίμαιος» εξιστορεί την δημιουργία του κόσμου, τον οποίο τον παρουσιάζει ως έργο τέχνης, όπου κυριαρχεί η έλλογη τάξη (στον ουρανό) και που συνδέεται με δεσμούς αναλογίας με τον άνθρωπο. Η σχέση αυτή ισομορφισμού θυμίζει και ανάγεται στη σχέση μικρόκοσμου – μακρόκοσμου, του Δημόκριτου. Ο πλατωνικός «Τίμαιος» χωρίζεται σε τρία μέρη : Στο πρώτο μέρος αναπτύσσονται τα έργα του Δημιουργού (29D- 42Ε). Στο δεύτερο τα έργα της Ανάγκης (47E- 68D) και στο τρίτο η συνδυασμένη δράση Ανάγκης και Δημιουργού (69Δ-92C). H έννοια της φύσης εμφανίζεται με πολλές σημασίες, που κάποτε υπερβαίνουν τά όρια του φυσικού κόσμου. Γενικά πάντως με τον όρο φύση αποδίδει την έννοια της τάξης και της ουσιαστικής πραγματικότητας των όντων. Ο Πλάτωνας πιστεύει οτι ο κόσμος είναι ένα τέλειο έργο, ενός καλλιτέχνη θεού, του Δημιουργού. (Η έννοια του Δημιουργού της Παλαιάς Διαθήκης έχει πλατωνική καταγωγή). Η τέλεια τάξη και ομορφιά του κόσμου δεν μπορεί παρά να δημιουργήθηκε από την αιώνια δύναμη και τη σοφία ενός τέλειου δημιουργού, ενός μαθηματικού και αστρονόμου, ο οποίος χρησιμοποίησε ένα σταθερό πρότυπο, αιώνιο σαν τον εαυτό του, που έχει ως αντίγραφό του τον κόσμο των φυσικών αντικειμένων.

Στον «Τίμαιο» δεν έχουμε μόνο μια κοσμολογία αλλά και πολλές αναφορές στον άνθρωπο, τον οποίο θεωρεί ως κεντρικό άξονα του φυσικού σύμπαντος! (Την ιδέα αυτή την ξανασυναντάμε κατά το 17ο αιώνα στην ανθρωποκεντρική φιλοσοφία του πλατωνιστή Καρτέσιου ! ) Ο Δημιουργός του Πλάτωνα χρησιμοποίησε δυό στοιχεία για να πλάσει τον κόσμο. Ενα «αμερές» και «ταυτόν» και ένα «μεριστόν» και «θάτερον». Ετσι ο κόσμος είναι ανάμικτος αφού συνίσταται «εκ του νού και της ανάγκης». Αυτός ο δυισμός εξηγείται απο τη χρήση δύο αιτίων , ενός «θείου» και ενός «αναγκαίου». Ο πλατωνικός κόσμος δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο τελεολογικά αλλά χρειάζεται και μιά μηχανική εξήγηση. Η τελεολογική τάξη προέρχεται απο το νού ενώ η μηχανική αιτιότητα οφείλεται στο «αναγκαίον» και την αντίσταση της ύλης. Εχουμε λοιπόν δυό αρχές μια πνευματική και μια υλική. Η ύλη λειτουργεί ως εκμαγείο που μπορεί να δώσει οποιαδήποτε μορφή με την κατάλληλη επεξεργασία.

Ο Πλάτωνας στον «Τίμαιο» συνεχίζει την προσωκρατική παράδοση, στην οποία έχομε την πρώτη ανάδυση του μηχανιστικού κοσμοείδωλου. Η μηχανική δράση της ανάγκης παραπέμπει σε ένα προκοσμικό στάδιο, οπότε, μη έχοντας εμφανιστεί ακόμη ο Δημιουργός, αυτή είναι αυτοδύναμη. Με τη δημιουργία του ανθρώπου η μηχανική και η τελεολογική αιτιότητα αρχίζουν να συνυπάρχουν και να δρούν συνδυασμένα. Μπορεί κανείς να ισχυριστεί οτι η μεγαλύτερη συμβολή του Πλάτωνα στη φυσική φιλοσοφία είναι η αντίληψή του για τον κόσμο ως έργο τέχνης και η άποψή του για την κυριαρχία της ψυχής επάνω στο σώμα και της τελεολογίας πάνω στην μηχανική αιτιότητα.

Η πλατωνική φυσική είναι σύνθεση τελεολογίας και μηχανισμού. Η πρώτη εντοπίζεται στην ρύθμιση των κινήσεων των ουρανίων σωμάτων απο τον Δημιουργό και ο δεύτερος θεμελιώνεται στην ίδια την ατομική δομή της ύλης. Η επέμβαση του Δημιουργού στα τέσσερα προκοσμικά υλικά στοιχεία επιβάλλει την τελεολογική αιτιότητα του νού και εισάγει την τάξη και την τελειότητα απέναντι στην κοσμική αταξία. Στην νέα κοσμική τάξη κάθε φυσικό φαινόμενο έχει ένα μηχανικό αίτιο που εξηγεί τη λειτουργία του και ένα ανώτερο τελεολογικό αίτιο, έναν σκοπό που αιτιολογεί τη γέννησή του, ως μέρους της κοσμικής δημιουργίας.

Για τον Πλάτωνα ο φυσικός κόσμος παρά την ύπαρξη της γέννησης και της φθοράς, παρουσιάζει μιαν εντυπωσιακή τάξη και κανονικότητα που είναι αποτέλεσμα του θείου Λόγου. Πάντως ο κόσμος που καταγράφουν οι αισθήσεις μας δεν είναι ο πραγματικός κόσμος, αυτός συλλαμβάνεται θεωρητικά, με τη σωστή χρήση του νού, με τον αφαιρετικό φιλοσοφικό συλλογισμό και τη βοήθεια των μαθηματικών που μας επιτρέπουν την προσέγγιση του κόσμου των ιδεών. Αυτή η ιδεαλιστική κοσμοαντίληψη που συγγενεύει με τη χριστιανική θεολογία, μαζί με την υπερεκτίμηση της μαθηματικής, μεταφυσικής, αφαιρετικής σκέψης, έκαναν το έργο του Πλάτωνα ιδιαίτερα δημοφιλές στους φιλοσόφους και επιστήμονες των νεωτέρων χρόνων, μέχρι τον 19ο αιώνα.Το αντίπαλο δέος, στη φιλοσοφική ερμηνεία του κόσμου ,επρόκειτο να έρθει με το έργο του μαθητή του Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη , που θα επιχειρήσει - όπως θα δούμε στο επόμενο τεύχος της Οικοτοπίας - μια νέα προσέγγιση, εμπειρική και ρεαλιστική για την εξήγηση των φυσικών και κοινωνικών φαινομένων, ξεπερνώντας τον δάσκαλό του, σε πολλά φιλοσοφικά και επιστημονικά σημεία.

Σημείωση. 1.Το κείμενο του Τίμαιου,(πρωτότυπο και μετάφραση) μπορεί κανείς να το απολαύσει στην εύχρηστη έκδοση της Βιβλιοθήκης των Αρχαίων Συγγραφέων, απο τις εκδόσεις Ζαχαροπούλου.2) Η πιο διεξοδική παρουσίαση της θεωρίας των ιδεών του Πλάτωνα βρίσκεται στο έργο του Νάτορπ Π. Η περι των ιδεών θεωρία του Πλάτωνος, εκδ.Κοραής, Αθήνα 1929.3) Επίσης πλήρως κατατοπιστική είναι η έκδοση (με εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια) του Β. Κάλφα, Πλάτων Τίμαιος, εκδ. ΠΟΛΙΣ. Αθήνα 1995.

OIKΟΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ (1.2.)

ΣΤΙΓΜΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ.

ΟΙ ΣΟΦΙΣΤΕΣ ΚΑΙ Ο ΠΛΑΤΩΝΑΣ


Στο προηγούμενο κείμενο παρουσιάσαμε, με συντομία, τις αντιλήψεις για τη φύση των πρώτων ελλήνων φιλοσόφων, των λεγομένων Προσωκρατικών. Σήμερα θα αναφερθούμε στις απόψεις για τον άνθρωπο και τη θέση του στον κόσμο όπως τις διατύπωσαν οι αρχαίοι Σοφιστές και ο Πλάτωνας.

Δυστυχώς η εικόνα που έχουμε για το έργο των Σοφιστών είναι πολύ ελλειπής, αφου έχουν χαθεί σχεδόν όλα τα έργα τους.Το γεγονός αυτό δυσκολεύει σε μεγάλο βαθμό την εικόνα που έχουμε για τη φιλοσοφία κατά τον 5ο και 4ο αιώνα, για την προσωπικότητα του Σωκράτη και την κατανόηση των πλατωνικών διαλόγων, στα ιστορικά και φιλοσοφικά τους πλαίσια.

Βέβαια έχουν σωθεί πολλά αποσπάσματα της αρχαίας σοφιστικής και έχουν συγκεντρωθεί από τον γερμανό Φιλόλογο του 19ου αιώνα Hermann Diels . Στην Ελλάδα οφείλουμε μιαν επιμελημένη έκδοσή των αποσπασμάτων της Αρχαίας σοφιστικής που έχουν διασωθεί, στον Ν.Μ. Σκουτερόπουλο, που κυκλοφόρησαν.... κοντά στο τέλος του 20ου αιώνα!

Σχετικά με το όνομα και την έννοια της σοφιστικής δεν υπάρχει ομοφωνία. Η λέξη ήταν πολύ συνηθισμένη και είχε άλλοτε θετική και άλλοτε αρνητική σημασία. Ο Πλάτωνας στο έργο του με τίτλο Σοφιστής παρουσιάζει το σοφιστή ως αμειβόμενο δάσκαλο για όλα τα θέματα. Ο δε Ξενοφώντας στα Απομνημονεύματά του (Ι 6,13) βάζει τον Σωκράτη που είχε χαρακτηριστεί επίσης ως σοφιστής, να αποκαλεί, αυτούς που πουλάνε τη σοφία αντί χρημάτων, ως «σοφιστές» και ως «πόρνους» της σοφίας. Σε ένα άλλο σημείο ο Ξενοφώντας αναφέρει για το Σωκράτη οτι δεν διαλεγόταν, όπως οι περισσότεροι άλλοι στοχαστές, για τη φύση του σύμπαντος, εξετάζοντας πως είναι τακτοποιημένο αυτό που οι στοχαστές το λένε «κόσμο» και ποιοί φυσικοί νόμοι διέπουν κάθε ουράνιο φαινόμενο.

Σε τέτοιες πληροφορίες στηριζόμενοι οι ιστορικοί της φιλοσοφίας προχωρούν στη διάκριση μεταξύ της Προσωκρατικής φιλοσοφίας, που ασχολείται κυρίως με τις αρχές και τα αίτια που διέπουν το φυσικό κόσμο και στη Φιλοσοφία, μετά το Σωκράτη, που ασχολείται κυρίως με ζητήματα ηθικής και με ότι σχετίζεται με την κοινωνική και πολιτική ζωή. Απο τότε χρονολογείται η συζήτηση για τη διάκριση ανάμεσα στη «φύση» και το «νόμο». Ανάμεσα στον φυσικό και τον κοινωνικό «κόσμο». Μέ τους σοφιστές έχοε το πέρασμα απο την κοσμολογική περίοδο στην Ανθρωπολογική ή εννοιολογική περίοδο . Η σοφιστική κίνηση αποτελεί το επιστέγασμα της πνευματικής εξέλιξης από το Μύθο στο Λόγο, στα πλαίσια και της δημοκρατικής ζωής και της προσωπικής και άμεσης συμμετοχής, στην κλασσική Αθήνα.

Ο πιό διάσημος σοφιστής υπήρξε ο Πρωταγόρας ο Αβδηρίτης που άσκησε, επι σαράντα χρόνια, το επάγγελμα του σοφιστή στην Αθήνα και υπήρξε φίλος του Περικλή, ο οποίος μάλιστα του ανέθεσε να συντάξει νόμους για την αποικία των Θουρίων (444π.Χ.) Η πιό γνωστή συμβολή του Πρωταγόρα στην ιστορία των ιδεών ήταν η διδασκαλία του οτι το μέτρο για όλα τα πράγματα είναι ο άνθρωπος.(«Πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος, των μεν όντων ως έστιν, των δε ουκ όντων ως ούκ έστιν») Σκέψη που μπορεί να θεωρηθεί απαρχή του ανθρωποκεντρισμού των Νεωτέρων χρόνων, και μιας σκεπτικιστικής αντιμετώπισης της γνώσης και της απαίτησης της επιστήμης για καθολικά έγκυρες αποφάνσεις. Ο Πρωταγόρας υπήρξε σοφιστής με μεγάλη ευρυμάθεια και ευφράδεια . Ηταν σύγχρονος και συμπολίτης του φυσικού φιλόσοφου Δημόκριτου, κοντά στον οποίο φαίνεται οτι μαθήτευσε. Ο Πλάτωνας θαύμαζε τον Πρωταγόρα και του αφιέρωσε έναν διάλογο με το όνομά του, γεγονός που τον κατέστησε για πάντα αθάνατο.

Ενας άλλος διάσημος σοφιστής υπήρξε ο Γοργίας απο τους Λεοντίνους της Σικελίας (περ. 483-376), μαθητής του φυσικού φιλοσόφου Εμπεδοκλή. Το έργο του Γοργία που έμεινε στην ιστορία των ιδεών ήταν το «Περί του μή όντος ή περί φύσεως», ένα έργο που θέλει να γελοιοποιήσει την Ελεατική Φιλοσοφία του Παρμενίδη και του Ζήνωνα. Στο έργο αυτό ο Γοργίας προσπαθεί να αποδείξει α) ότι τίποτε δεν έχει υπόσταση, β) ότι και αν έχει υπόσταση, είναι αδύνατον στον άνθρωπο να το συλλάβει με τη νόησή του, γ) οτι και αν το συλλάβει με τη νόηση, είναι αδύνατο να το εκφράσει και να το εξηγήσει στον διπλανό του , με τα λόγια. Κατά μιά ερμηνεία ήθελε με τα παραπάνω να δείξει οτι ένας ικανός ρήτορας μπορεί να υποστηρίξει πειστικά ακόμη και την πιό εξωφρενική παραδοξολογία. Ο Πλάτωνας στο διάλογο του με το όνομα Γοργίας, επαινεί τη ρητορική του δεινότητα και την ικανότητά του να πείθει σχετικά με το τι είναι δίκαιο και τι άδικο. Ενα θαυμάσιο δείγμα της ρητορικής του δεινότητας αποτελεί το κείμενο του Γοργία με τίτλο «Ελένης εγκώμιον», στο οποίο προσπαθεί και τελικά απαλλάξει την Ωραία Ελένη απο τη δυσφήμηση για τη φυγή της στην Τρόια.

Αλλοι διάσημοι σοφιστές της εποχής αυτής υπήρξαν οι Λυκόφρων, ο Πρόδικος, ο Θρασύμαχος , ο Ιππίας, ο Αντοφών, ο Κριτίας και ο Ευθύδημος.

Στον περίφημο πλατωνικό διάλογο «Πρωταγόρας», που έχει ως κεντρικό ερώτημα το, «αν η αρετή είναι διδακτή», ο Πρωταγόρας αφηγείται ένα μύθο (321 d – 323 d), που επρόκειτο να έχει μια μεγάλη συνέχεια στην Ιστορία της Φιλοσοφίας των Νεώτερων χρόνων. Λέγει λοιπόν ο Πρωταγόρας στο μύθο αυτόν, που έχει ταυτιστεί με το όνομά του οτι : «Ηταν κάποτε καιρός που θεοί υπήρχαν, θνητά όμως γένη δεν υπήρχαν. Κι όταν ήρθε ο χρόνος ο ωρισμένος απο τη μοίρα για τη γέννηση κι αυτών τα πλάθουν οι θεοί στα έγκατα της γής απο μίγμα γής και φωτιάς και απο όσα ανακατεύονται με γή και φωτιά. Κι όταν ήρθε η ώρα να τα φέρουν στο φώς, διέταξαν οι θεοί τον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να εφοδιάσουν και να μοιράσουν στο καθένα τους ταιριαστές ιδιότητες. Ο Επιμηθέας ζητά τότε από τον Προμηθέα να τον αφήσει να κάνει αυτός τη διανομή. Κι άμα, είπε, εγώ τελειώσω, κάνεις εσύ την επιθεώρησή σου. Ετσι τον έπεισε και κάνει τη διανομή. Μοιράζοντας λοιπόν σε άλλα έδινε δύναμη χωρίς ταχύτητα, αλλά τα πιό αδύνατα τα εφοδίαζε με ταχύτητα .Σε άλλα έδινε όπλα, και όσων άφηνε άοπλη τη φύση γι’αυτά έβρισκε με το νού του κάποιαν άλλη ικανότητα για τη σωτηρία τους. Οσα, αλήθεια, από αυτά έντυνε με μικρό σώμα, σ΄αυτά έδινε την δυνατότητα να φεύγουν πετώντας ή να κατοικούν μέσα στη γή. Κι΄όσα μεγάλωνε κατά το μέγεθος, μ’αυτό το ίδιο πάλι τα έσωζε. Ετσι μοίραζε και τις άλλες ιδιότητες ισορροπώντας τες μ’αυτό τον τρόπο. Ολα αυτά τα σοφιζόταν, επειδή πολύ πρόσεχε μήπως κανένα γένος εξαφανιστεί. Κι αφού τα εφοδίασε αρκετά για να ξεφεύγουν την αλληλοκαταστροφή, σοφίζοταν μέσα προστατευτικά για τις μεταβολές του καιρού που στέλνει ο Ζεύς, ντύνοντάς τα με πυκνό τρίχωμα και στερεά δέρματα, ικανά να προφυλάσσουν απο το κρύο, κατάλληλα και για τις ζέστες, κι ακόμη , όταν πάνε να κοιμηθούν, τα ίδια αυτά να τους είναι στρωσίδι δικό τους και απο φυσικού του στο καθένα, και παπουτσώνοντας τα άλλα με οπλές, και άλλα ( με τρίχωμα και) με δέρματα στερεά και άναιμα. Υστερα απο αυτό τους προμηθεύει τροφές σε άλλα άλλες, σε άλλα χορτάρι απο τη γή, σε άλλα καρπούς δέντρων και σε άλλα ρίζες. Σε μερικά άφησε τροφή τους να είναι ή βορά άλλων ζώων. Σ’αυτά όμως τα ζώα ταίριασε την ιδιότητα να γεννούν λίγους απόγονους ενω σε κείνα που τρώγονταν απο αυτά, ταίριασε την πολυγονία, βρίσκοντας έτσι σωτηρία για το γένος τους. Επειδή όμως ο Επιμηθέας δεν ήταν πολύ σοφός καταξόδεψε, χωρίς να το πάρει είδηση, τις ιδιότητες στα άλογα ζώα. Του έμενε ακόμη ανεφοδίαστο το γένος των ανθρώπων, και δεν ήξερε τι να κάνει.

Επάνω σ’αυτό το αδιέξοδο έρχεται ο Προμηθέας να επιθεωρήσει την κατανομή, και βλέπει τα άλλα ζώα να τα έχουν όλα ταιριαστά, και τον άνθρωπο τον βλέπει γυμνό, και ανυπόδητο, χωρίς στρωσίδι και όπλο. Ερχόταν κι’όλας η ορισμένη απο τη μοίρα μέρα, όπου έπρεπε και ο άνθρωπος να βγεί απο τη γή στο φώς. Κυριευμένος ο Προμηθέας απο τη δυσκολία τι λογής σωτηρία να βρεί για τον άνθρωπο, παίρνει κρυφά την τεχνική ικανότητα του Ηφαιστου και της Αθηνάς και μαζί τη φωτία - γιατί ήταν αδύνατο να αποκτήσει κανείς ή να χρησιμοποιήσει την ικανότητα αυτή χωρίς φωτιά - και έτσι δα τη δωρίζει στον άνθρωπο.

Ετσι λοιπόν απέκτησε ο άνθρωπος τις τέχνες που του χρειάζονται για τη ζωή του, την πολιτική όμως ικανότητα δεν την είχε. Γιατί αυτή ήταν κοντά στο Δία. Κι ο Προμηθέας δεν είχε πιά τον καιρό να μπεί μέσα στην ακρόπολη, στην καθέδρα του Δία. Κοντά σ’αυτό και οι φρουροί του Δία ήταν φοβεροί. Στο κοινό όμως εργαστήρι της Αθηνάς και του Ηφαίστου, όπου οι δύο τους εργάζονταν τις τέχνες τους, μπαίνει κρυφά , κλέβει τις τέχνες με φωτιά του Ηφαίστου και τις άλλες της Αθηνάς και τις δίνει στον άνθρωπο. Απ’αυτό είναι που ο άνθρωπος είχε πλούσια τα μέσα για τη ζωή του, ο Προμηθέας όμως εξ αιτίας του Επιμηθέα κατηγορήθηκε ύστερα, όπως λέγουν, για κλοπή.

Και επειδή ο άνθρωπος κρατεί απο θεϊκή μοίρα, πρώτα πρώτα, ένεκα της συγγένειάς του προς το Θεό, μόνος από τα ζώα πίστεψε θεούς, και προσπαθούσε να ιδρύει και βωμούς και αγάλματα θεών. Επειτα γρήγορα κατόρθωσε να διαρθρώσει με τη γνωστή τέχνη φωνή και λέξεις και βρήκε κατοικίες και ενδύματα και υποδήματα και στρωσίδια και τις τροφές απο τη γή. Ετσι εφοδιασμένοι οι άνθρωποι στην αρχή κατοικούσαν διασκορπισμένοι. Δεν υπήρχαν όμως πόλεις. Καταστρέφονταν λοιπόν απο τα θηρία, γιατί παντού και πάντα ήταν ασθενέστεροι απο αυτά. Οι τεχνικές τους δεξιότητες , καλός βοηθός για τον πορισμό τροφής, υστερούσαν στον πόλεμο με τα θηρία, γιατί δεν είχαν ακόμα την πολιτική τέχνη, που μέρος της είναι η πολεμική. Επεδίωκαν λοιπόν να συγκεντρωθούν πολλοί μαζί και να εξασφαλίσουν τη σωτηρία τους, χτίζοντας πόλεις. Οταν όμως μαζεύονταν αδικούσαν ο ένας τον άλλον, γιατί δεν είχαν την πολιτική τέχνη, ώστε πάλι πίσω σκορπίζονταν εδώ και εκί και καταστρέφονταν.

Ο Δίας τότε επειδή φοβήθηκε για το γένος μας , μήπως ολότελα εξαφανιστεί, στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους την «αιδώ» και τη «δικαιοσύνη» για να υπάρξει αρμονία στις πόλεις και δεσμοί φιλίας δημιουργοί. Ρωτάει στη συνέχεια ο Ερμής το Δία. Πως να τις μοιράσω αυτές στους ανθρώπους. Σε όλους είπε ο Δίας και όλοι να έχουν το μεριδιό τους , γιατί δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν πόλεις, αν λίγοι μόνο μετείχαν σ’αυτά. και να βάλεις νόμο, από μέρους μου, όποιον δεν είναι ικανός να μετέχει στη δικασιοσύνη και την ντροπή να τον σκοτώνουν ως αρρώστεια για την πόλη».

Μ’αυτά τά λόγια ολοκληρώνει ο Πρωταγόρας του Πλάτωνα τον μύθο του για τη μοίρα και την ευθύνη του ανθρώπου για τη ζωή του , ανοίγοντας το νέο κεφάλαιο του ανθρωποκεντρισμού και της ευθύνης του ανθρώπου για τη σωτηρία του ανθρώπινου είδους, με μια ζωή σε αρμονία και ισορροπία με τη φύση. Μήνυμα που διατηρεί, μετά απο δυόμιση χιλιάδες χρόνια, αμείωτη την επικαιρότητα και τη συμβολική του δύναμη.

ΟΙΚΟΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ (1.1))

Στιγμές απο την Ιστορία της Φιλοσοφίας της Φύσης.

1. Οι πρώτοι Ελληνες Φιλόσοφοι.

Πιστεύοντας οτι οι αναγνώστες μας ενδιαφέρονται οχι μόνο για ενημέρωση γύρω απο τα σύγχρονα πλανητικά περιβαλλοντικά προβλήματα αλλά και για τον αναστοχασμό πάνω στην προϊστορία και τα ιδεολογικά αίτια της αλλοτριωμένης, κυρίαρχης αντίληψης για τη σχέση της ανθρώπινης κοινωνίας με την εξωτερική μας φύση, αποφασίσαμε να επιχειρήσουμε αυτό το ταξίδι στην Ιστορία της Φιλοσοφίας της φύσης, στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Φιλοσοφίας. Θα αρχίσουμε με μια παρουσίαση των αντιλήψεων για τη φύση των λεγόμενων «Προσωκρατικών φιλοσόφων» και θα προχωρήσουμε στη συνέχεια σε μια έκθεση των κυριότερων εκπροσώπων της σχετικής προβληματικής, όπως ήταν ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Θεόφραστος, ο Παράκελσος, ο Κέπλερ, ο Νεύτωνας, ο Γκέτε, ο Κάντ, ο Σέλινγκ, ο Εγελος, ο Μαρξ, ο Ενγκελς, ο Μπλόχ, ο Αϊνσταϊν και η Σχολή της Κοπενχάγης.

Ελπίζουμε η αναδρομή αυτή στους πρωτοπόρους και κορυφαίους της Φιλοσοφίας της φύσης, να φανεί χρήσιμη σε όσους ενδιαφέρονται για την εξέλιξη των ιδεών και των αντιλήψεων που είχαν οι άνθρωποι του δικού μας πολιτισμικού κύκλου, σε διάφορες χρονικές περιόδους, για τη φύση και τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο. Οι απόψεις αυτές καθόριζαν την κυρίαρχη κάθε φορά κοσμο/βιοθεωρία και την αντίστοιχη κατεύθυνση κίνησης της κοινωνίας, της οικονομίας και της πολιτικής.

Τα περιθώρια της διαθέσιμης έκτασης της καθορίζουν αναπόφευκτα και τον περιληπτικό τρόπο έκθεσης των βασικότερων σημείων, των απόψεων των διαφόρων φιλοσόφων, με την ελπίδα οτι μπορεί ίσως να κεντρίσουν το ενδιαφέρoν κάποιων αναγνωστών για παραπέρα αναζήτηση και εμβάθυνση των γνώσεων τους πάνω στα θέματα που θα θίξουμε.

Στην Ιστορία της φιλοσοφίας έχει καθιερωθεί ο όρος «Προσωκρατική φιλοσοφία» για να δηλώσει τη μεγάλη περίοδο της Ελληνικής φιλοσοφίας απο τον έκτο μέχρι τον τέταρτο αιώνα π.Χ., με ορόσημο τη σκέψη του Σωκράτη, με τον οποίο υποτίθεται οτι εγκαινιάζεται μια ανθρωποκεντρική στροφή, σε θέματα ηθικής και πολιτικής και εγκατάλειψη του προβληματισμού γύρω απο τις αρχές και τα αίτια των όντων και των φυσικών φαινομένων, τον φυσιοκεντρισμό δηλαδή των «Προσωκρατικών» διανοητών. Η ονομασία αυτή των Πρώτων Ελλήνων Φιλοσόφων, ως «Προ-Σωκρατικών», δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα αφού όπως θα δούμε στη συνέχεια ακόμη και ο προπάτορας της ατομικής θεωρίας, ο υλιστής Δημόκριτος αναφέρεται σε θέματα που στρέφονται στη ηθική πράξη και τις προϋποθέσεις της «ευθυμίης», δηλαδή της ψυχικής ισόρροπίας και ευδαιμονίας του ανθρώπου.

Σχετικά με τις πηγές των πληροφοριών που διαθέτουμε για τους Πρώτους Ελληνες Φιλοσόφους αυτές είναι ελλειπείς και αποσπασματικές. Παράθέματα απο τα έργα τους, που είχαν συνήθως τον τίτλο «Περί φύσεως», έχουν σωθεί απο διάφορους αρχαίους συγγραφείς, όπως ήταν ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Θεόφραστος , ο Πλούταρχος, ο Σιμπλίκιος κ.α.

Οι πρώτες ορθολογικές προσπάθειες να περιγραφεί η φύση του κόσμου άρχισαν στην Ιωνία. Η Μίλητος, η Εφεσος, η Κολοφώνα κατά τον έκτο αιώνα, έσφιζαν απο ζωή, οικονομική ακμή και πνευματική και πολιτισμική κίνηση, που ανέτρεχε ως την εποχή του . Στα Ιωνικά παράλια εγκαταλείπεται για πρώτη φορά η μυθολογική κοσμογονία και αρχίζει η προσπάθεια να εξηγηθεί ο κόσμος απο μιά απλή κατανοητή αρχή. Αντι για την απλοϊκή αντίληψη για τη φύση του κόσμου και την θεογονία του Ησιόδου έχομε, για πρώτη φορά, την αναζήτηση των αρχών και των αιτίων γένεσης των όντων, σε μιάν αρχή , ένα πρωταρχικό στοιχέιο, που να εξηγεί την προέλευση των πάντων, όπως ήταν το νερό για τον Θαλή, το άπειρο για τον Αναξίμανδρο, ο αέρας για τον Αναξιμένη, η φωτιά για τον Ηράκλειτο.

Ολόκληρη η περίοδος της λεγόμενης Προσωκρατικής φιλοσοφίας χαρακτηρίζεται απο την πεποίθηση για την ενότητα φύσης και ανθρώπου, φύσης και κοινωνίας . Η αντίθεση φύσης και νόμου πρωτοεμφανίζεται στην κλασσική περίοδο ακμής των σοφιστών, ως αποτέλεσμα των μεγάλων κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών ανακατατάξεων που έχουν συμβεί στις ελληνικές πόλεις/κράτη. Τότε αρχίζει η ανθρωποκεντρική αντίληψη με τον άνθρωπο να γίνεται το «μέτρον» της πραγματικότητας. Ο άνθρωπος για τον Πρωταγόρα γίνεται κύριος της πραγματικότητας και ο «λόγος» το «μέτρον» της. Ολοι θυμόμαστε το περίφημο αποφθεγμα του Πρωταγόρα : « πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος».

Παρόλο που δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί οτι οι Ελληνες δημιούργησαν συνειδητά την επιστήμη της οικολογίας, έχουμε όμως έντονους προβληματισμούς για τη σχέση διαφόρων έμβιων όντων, συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπων μεταξύ τους και με το περιβάλλον τους. Οπως είναι γνωστό ο όρος οικολογία χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά κατά τον 19ο αιώνα απο τον γερμανό βιολόγο ERNST Haeckel, ο οποίος συλλαμβάνει την οικολογία ως την επιστήμη των σχέσεων των οργανισμών με το περιβάλλον τους. Για τους Πρώτους Ελληνες φιλοσόφους η έννοια της φύσης περικλείει τόσο τον εξωτερικό κόσμο γενικά όσο και κάθε συγκεκριμένο ατομικό όν, ως υποκείμενο του Είναι και του Γίγνεσθαι.

Για τους μεν Ελεάτες, τον Παρμενίδη, το Ζήνωνα και το Μέλισσο η έννοια της φύσης ταυτίζεται με την έννοια του όντος, που είναι αγέννητο και ανώλεθρο ενώ το «γίγνεσθαι» θεωρείται απλή αυταπάτη, ο δε Ηράκλειτος υποστηρίζει το αντίθετο . Γι’ αυτόν όλα βρίσκονται σε συνεχή κίνηση και αλλαγή. «Τα πάντα ρεί». Η κίνηση του γίγνεσθαι αποδίδεται στην πάλη και την ενότητα των αντιθέτων που συνθέτουν μια «παλίντροπο αρμονία», σαν αυτήν που χαρακτηρίζει τη συνάντηση της λύρας με το δοξάρι, που δημιουργεί τη δυναμική της μετατροπής του ειναι σε γίγνεσθαι. Η ενότητα των πάντων κρύβεται κάτω απο την επιφάνεια των φαινομένων.Υπάρχει μια κρυφή αρμονία που είναι καλύτερη και ισχυρότερη απο τη φανερή : «αρμονίη αφανής φανερής κρείτων»( απόσπασμα 54). Ο κόσμος δεν έχει δημιουργηθεί ποτέ, αλλά μεταμορφώνεται αδιάκοπα : «κόσμον τόνδε, τον αυτόν απάντων, ούτε τις θεών ούτε ανθρώπων εποίησεν, αλλ’ ήν και έστιν και έσται. πύρ αείζωον, απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα»(απόσπασμα 30).

Η χειραφέτηση απο τη θεολογική σκέψη που χαρακτηρίζει ολόκληρη την Ιονική φιλοσοφία του 6ου αιώνα π.Χ. κορυφώνεται στη σκέψη του Ηράκλειτου που βλέπει στην πάλη των αντιθέτων που αναιρούνται σε μια διακεκτική σύνθεση απο τον Λόγο, τον οικουμενικό νόμο, που διέπει τα πάντα στη φύση. Ολες οι φυσικές αλλαγές είναι κανονικές και ισόρροπες. Η αιτία αυτής της ισορροπίας είναι η φωτιά, το κοινό συστατικό των πραγματων, που ο Ηράκλειτος το ονομάζει επίσης Λόγο. Τον οικουμενικό αυτό νόμο κανείς δεν μπορεί να τον αποφύγει: «Ηλιος ούχ υπερβήσεται μέτρα. Ει δε μη , ερινύες μιν δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν» (απόσπασμα 94).

Γύρω στα τέλη του εκτου αιώνα δυό μετανάστες απο την Ιωνία, ο Ξενοφάνης και ο Πυθαγόρας, μεταλαμπαδεύουν το πνεύμα της φιλοσοφίας στη Νότια Ιταλία δίνοντάς του όμως ένα μεταφυσικό και θρησκευτικό ένδυμα. Οι ιδιαίτερες πολιτικοοικονομικές συνθήκες της Ιταλίας ώθησαν στη δημιουργία ενός νέου φιλοσοφικού ρεύματος της λεγόμενης Ελεατικής φιλοσοφίας που, σε αντίθεση προς την προσπάθεια των Ιώνων για συστηματική φυσική εξήγηση των φαινομένων της φύσης, στρέφεται σε μια άλλη ιδεαλιστική , γνωσιολογική και λογική αντιμετώπιση των φαινομένων της φύσης και της κοινωνίας.

Γύρω στα 495- 435 περίπου έζησε ο Εμπεδοκλής, που προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στην ελεατική σχολή και τη σχολή του Ηρακλείτου, διατυπώνοντας μια κοσμογονία και μια ζωογονία που έχει εξελικτικό χαρακτήρα και στηρίζεται σε μια θεωρία για τα τέσσερα στοιχεία, τα «ριζώματα» όπως τα ονομάζει (αποσπασμα 4) και τα οποία με την βοήθεια δυό κινητήριων δυνάμεων («φιλότης» και «νείκος») της αγάπης και της φιλονικίας, εξηγούν τις αλλαγές των όντων.

Η κοσμολογική προβληματική των προσωκρατικών φιλοσόφων ολοκληρώνεται με τους περίφημους ατομικούς φιλοσόφους, τον Λεύκιππο, το Μιλήσιο και τον Δημόκριτο απο τα Αβδηρα. Για το Δημόκριτο έχομε περισσότερες πληροφορίες τόσο για τη ζωή όσο και για τα έργα του, που χωρίζονται σε ηθικά, φυσικά, γνωσιολογικά και κοσμολογικά. Η θεωρία του Λεύκιππου για τα άπειρα και αόρατα σωματίδια που κινούνται στο κενό επιχειρεί να συμβιβάσει τη μαρτυρία των αισθήσεων με την ελεατική μεταφυσική.

Ο Δημόκριτος ανέπτυξε μιαν εμπεριστατωμένη κριτική στην αξιοπιστία των αισθήσεων χωρίς να εγκαταλέιψει όμως την ιδέα της αντικειμενικής αλήθειας. Διάσημος έγινε για τη θεωρία του σχετικά με τα άτομα και το κενό. Τα άτομα θεωρούνται τόσο μικρά ώστε να να είναι αόρατα, αν και ο Αέτιος υποστήριζε οτι ο Δημόκριτος έλεγε οτι «είναι δυνατό να υπάρχει ένα άτομο με το μέγεθος του σύμπαντος» . Τα άτομα είναι διασκορπισμένα στο άπειρο κενό και είναι άπειρα στο πλήθος και στο σχήμα. Οι ιδιότητες κατα τις οποίες διαφέρουν είναι το σχήμα και η διάταξή τους.

Ο Λεύκιππος έλεγε οτι το πάν είναι άπειρο..ένα μέρος του είναι γεμάτο και ένα άλλο μέρος άδειο...Απο αυτό δημιουργούνται άπειροι κόσμοι που διαλύονται πάλι σ’αυτά τα στοιχεία. Ο Δημόκριτος όριζε δύο ιδιότητες των ατόμων, το μέγεθος και το σχήμα, ενώ ο Επίκουρος πρόσθεσε και μια τρίτη, το βάρος. Απο τη κίνηση και τις συγκρούσεις των ατόμων σχηματίζονται τα διάφορα σώματα και οι κόσμοι.

Η Ατομική φιλοσοφία αποτέλεσε μια νέα σύλληψη της γέννησης και εξέλιξης του κόσμου , μακρυά απο θεολογικές και μεταφυσικές προσεγγίσεις, η οποία πέρασε απο τον Δημόκριτο στον Επίκουρο και το Λουκρήτιο και επιρρέασε όχι μόνο την ελληνική σκέψη και κοσμοαντίληψη αλλά έδωσε και ερεθίσματα για την ανάπτυξη της σύγχρονης μας ατομικής θεωρίας, που έχει βέβαια άλλη φύση και διαφορετικά κίνητρα, όπως θα δούμε προσεχώς.

Περισσότερα για τους Προσωκρατικούς μπορείτε να βρείτε στα εξής βιβλία :1) H.Diels/ W.Kranz,, Οι Προσωκρατικοί, εκδ.Παπαδήμα, 2005. 2) G.S. Kirk- J.E.RavenM.Schofield, Οι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι, εκδ.ΜΙΕΤ, Αθήνα 1988.3) Θ. Βέϊκος, Οι Προσωκρατικοί, εκδ. Ελληνικά Γράμματα. 4) Κ. Βουδούρης, Προσωκρατική φιλοσοφία, Αθήνα 1988.5) A.A.Long, Οι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι, εκδ. Παπαδήμα,2005. 6) Μ. Ράσσελ, Οι Προσωκρατικοί, εκδ Αρσενίδη.

ΟΙΚΟΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ (1)

Η οικολογία ως επιστήμη και ως πολιτική προσέγγιση στον κόσμο μας.

Επιτρέψτε μου να αρχίσω με κάποιες εισαγωγικές παρατηρήσεις και λίγο πολύ γνωστά πράγματα απο την ιστορία των εννοιών που χρησιμοποιούμε συνήθως στην οικολογική συζήτηση.

Τον όρο οικολογία τον χρησιμοποιούμε στην καθημερινή μας ζωή συνήθως όταν μιλάμε για τη φύση ή για το περιβάλλον μας. Ως επιστημονικός όρος υπάρχει η λέξη οικολογία μόλις απο τον περασμένο αιώνα. Βέβαια σκέψεις για τις σχέσεις των έμβιων όντων μεταξύ τους και με το φυσικό περιβάλλον, την «οικονομία της φύσης» γενικότερα και τη θέση του ανθρώπου μέσα σαυτήν έχουμε ήδη απο την αρχαία ελληνική σκέψη. Ο Αριστοτέλης ονόμαζε τους πρώτους έλληνες φιλοσόφους, τους λεγόμενους προσωκρατικούς, ως «φυσιολόγους.» Ηδη απο τότε υπήρχε ο προβληματισμός για τις αρχές και τα αίτια ύπαρξης των όντων και του φυσικού κόσμου γενικότερα.

Με την πιο πλατειά έννοια του όρου σήμερα η οικολογία αναφέρεται η μελέτη των οργανισμών, όπως αυτοί υπάρχουν στο φυσικό τους περιβάλλον. Μικροοργανισμοί, ζώα , φυτά και άνθρωποι ανήκουν σαυτήν την οικονομία της φύσης στην οποία όλα είναι μεταξύ τους συστημικά συνδεδεμένα. Επιπλέον η φυσική οικονομία εμπεριέχει και τις ενεργειακές εισροές και τους κύκλους της ύλης που λαμβάνουν ΄χωραν στο έδαφος, στον αέρα ή στο νερό. Η οικολογία ως εκ τούτου μπορεί να νοηθεί ως η επιστήμη των σχέσεων των οργανισμών μεταξύ τους και με το περιβάλλον, στο οποίο ο άνθρωπος αποτελεί ένα μέρος. Για την ακρίβεια η μελέτη αυτή εξετάζει κυρίως τις σχέσεις των ζωντανών οργανισμών με το φυσικό τους περιβάλλον. Ετσι την είχε προσδιορίσει στα 1866 ο γερμανός καθηγητής της Ζωολογίας στην Ιένα, Ερνστ Χέκελ (1834-1919) στο έργο του “ Generelle Morphologie der Organismen, 2ος τόμος, Allgemeine Entwicklungsgeschichte der Organismen, Βερολίνο 1866. σελ. 234-239,24O-41,286 , 289.

Ο Χέκελ έβλεπε την Οικολογία ή τη Διδασκαλία της Φυσικής οικονομίας, ως ένα τμήμα της Φυσιολογίας, και την προσδιόριζε ως την επιστήμη της αλληλεπίδρασης των οργανισμών μεταξύ τους. (Παράθεμα) « Λέγοντας οικολογία εννοούμε τη συνολική επιστήμη των σχέσεων του οργανισμού με το εξωτερικό του περιβάλλον, όπου μπορούμε να συμπεριλάβουμε και τις προύποθέσεις για την ύπαρξη. Αυτές οι προυποθέσεις είναι εν μέρει οργανικής και εν μέρει ανόργανης φύσης. Τόσο οι μεν όσο και οι δε έχουν ύψιστη σημασία για τη μορφή των οργανισμών, γιατί τους υποχρεώνουν να προσαρμοστούν σε αυτές.. Στις ανόργανες προυποθέσεις, στις οποίες κάθε οργανισμός πρέπει να προσαρμοστεί, ανήκουν κατ αρχήν οι φυσικές και χημικές ιδιότητες του περιβάλλοντος του, κλίμα (φώς, θερμότητα, υγρασία και ηλεκτρισμός της ατμόσφαιρας), οι ανόργανες τροφές, η σύσταση του νερού και του εδάφους κ.λ.π. Οργανικές προυποθέσεις για την ύπαρξη θεωρούμε το σύνολο των σχέσεων του οργανισμού με όλους τους άλλους οργανισμούς, με τους οποίους έρχεται σε επαφή και απο τους οποίους άλλοι του είναι χρήσιμοι και άλλοι τον απειλούν...».

Ο Χέκελ πίστευε οτι η Φυσιολογία είχε ως τότε ερευνήσει εντελώς μονόπλευρα τις ικανότητες διατήρησης των οργανισμών (επιβίωση των ατόμων και των ειδών, διατροφής, αναπαραγωγής) ενώ δεν είχε ασχοληθεί καθόλου με τις σχέσεις του οργανισμού μέσα στη Φυσική Οικονομία. Αυτό το κενό της Φυσιολογίας πίστευε οτι εκαλείτο να καλύψει η θεωρία της φυσικής επιλογής και η αμέσως επόμενη θεωρία της καταγωγής – εξέλιξης των ειδών. Ο Χέκελ που ήταν ο πιό ένθερμος υποστηρικτής των απόψεων του Δαρβίνου στη Γερμανία, πίστευε οτι οι πολύπολκες σχέσεις του κάθε οργανισμού με το περιβάλλον του και η διαρκής αλληλεπίδραση του με τον έξω κόσμο δεν είναι μέρη ενός σχεδίου φτιαγμένου εκ των προτέρων απο το Δημιουργό της φύσης.αλλά είναι αναγκαίες αντιδράσεις της υπάρχουσας ύλης και η συνεχής κίνηση της ζωής στο χρόνο και στο χώρο. Αυτό πίστευε οτι αποτελεί το μονιστικό θεμέλιο της Οικολογίας την οποία ήθελε να συμπληρώσει με τη Χωρολογία , την επιστήμη της εξάπλωσης των οργανισμών στο χώρο, γεωγραφικής και τοπογραφικής.

Ο Καμίλ Λιμόζ, La selection naturelle, Paris 1970, επισημαίνει οτι η πλειοψηφία των ιστορικών της Βιολογίας θεωρεί οτι η οικολογία γεννήθηκε, πριν απο τον Χέκελ, απο τις εργασίες του Καρόλου Λινναίου (1707-1778), ο οποίος με τον όρο της «οικονομίας της φύσης » υπονοούσε την πολύ σοφή διάταξη των φυσικών όντων, που πραγματοποίησε ο υπέρτατος Δημιουργός, έτσι ώστε να εξυπηρετούν κοινούς σκοπούς και να έχουν αλληλεξαρτώμενες λειτουργίες.. Ο μεγάλος σουηδός φυσιοδίφης αναλύει τις εκάστοτε υπάρχουσες σχέσεις μεταξύ έμβιων οργανισμών και περιβάλλοντος, θεωρώντας πάντοτε οτι η κατανομή και εξισορρόπησή τους πάνω στην επιφάνεια της γής προέρχεται απο τη θεία πρόνοια. Το σύστημα του Λινναίου ήταν ένα σύστημα «λειτουργίας» όπου επικρατούν ισορροπίες μεταξύ των ειδών, και ακολουθούν κάποιους ενδιάμεσους σκοπούς, στις σχέσεις μεταξύ των ειδών ανοίγοντας έτσι ένα δρόμο προς την επανατοποθέτηση του συστήματος σε εγκόσμια βάση, προιδεαζόμενος αυτό που σήμερα ονομάζουμε «κοινότητες», η βιοκοινότητες εννοώντας το σύνολο έμβιων οργανισμών σε ένα συγκεκριμένο τόπο, ενώ η λέξη «βιότοπος» περιγράφει το αβιοτικό περιβάλλον μιας κοινότητας ή ενός πληθυσμού.

Προάγγελλους της επιστήμης της οικολογίας είχαμε φυσικά και πριν απο τον 18ο αιώνα ήταν όμως εγκλωβισμένοι στην χριστανοποιημένη αριστοτελική σκέψη, της οποίας η τελεολογία και «η μέριμνα της θείας πρόνοιας » δεν ευνοούσαν τη διερεύνηση των σχέσεων των έμβιων όντων μεταξύ τους καθώς και των σχέσεων τους με το φυσικό περιβάλλον. Ενα ενδιαφέρον παράδειγμα για οικολογική προσέγγιση απο την ελληνική αρχαιότητα ήδη προσφέρει ο μαθητής του Αριστοτέλη ο Θεόφραστος ( 372-288 π. Χ ). Για πολύ καιρό βρισκόταν υπο την σκιά της φήμης του δασκάλου του και είχε υποτιμηθεί η σπουδαιότητά του. Εχει ονομαστεί πατέρας της Βοτανικής επιστήμης ενώ η μελέτη των έργων του απο την σκοπιά της οικολογίας δείχνει σήμερα το αληθινό του μεγαλείο. Ισως θα του άξιζε να ονομαστεί πατέρας της οικολογίας, αφού τα μισά τουλάχιστον απο τα βοτανολογικά του έργα ασχολούνται με οικολογικές παρατηρήσεις. Δεν πρόκειται για μεμονωμένες παραγράφους αλλά για μια σταθερή οικολογική προσέγγιση. Ο Θεόφραστος δεν έβλεπε ένα φυτό μεμονωμένο. Ρώταγε για τις σχέσεις του ως ζωντανού οργανισμού με τον ήλιο, το έδαφος και το κλίμα, το νερό και την καλλιέργειά του, την σχέση του με άλλα φυτά και ζώα. Στήριζε τις απόψεις του σε συγκεκριμένες παρατηρήσεις και στα πλούσια και ενδιαφέροντα δείγματα που απέστελε ο Αλέξανδρος απο την εκστρατεία του.

Διαφωνούσε με την άποψη του Αριστοτέλη σύμφωνα μκε την οποία τα ζώα και τα φυτά υπάρχουν για να υπηρετούν τον άνθρωπο , που βρισκόταν στην κορυφή μιας οντικής κλίμακας. Δεν αρνείται οτι υπάρχει σκοπός στη φύση. Αλλά πιστεύει π.χ. οτι σκοπός ενός φυτού είναι η παραγωγή φρούτων και σπόρων για τη δημιουργία νέων γενεών. Ο σκοπός της φύσης δεν είναι πάντα εμφανής στον άνθρωπο. Για το λόγο αυτό τυονίζει τη σπουδαιότητα της προσεκτικής και συστηματικής παρατήρησης και μελέτης των ιδιαίτερων συνθηκών, κλιματικών, γεωλογικών και άλλων που επιτρέπουν σε ορισμένα είδη να ευδοκιμούν και να διαιωνίζουν την αναπαραγωή τους. Τέλος σημειώνει, και για αυτό αναφέρθηκα στο Θεόφραστο, μερικές τοπικές αλλαγές στο κλίμα που προκλήθηκαν απο ανθρώπινες δραστηριότητες. Ειχε συλλέξει πληροφορίες για αλλαγές θερμοκρασίας που είχαν παρατηρηθεί στην εποχή του στην Ελλάδα και οι οποίες οφειλοταν σε αποψιλώσεις, αλλαγή της κατεύθυνσης της ροής των ποταμιών ή την αποξήρανση λιμνών και βάλτων. (Θεόφραστος, Περι φυτών ιστορίας, σε εννέα βιβλία, ασχολείται μες την κατάταξη των φυτών, και στο Περι φυτών αιτίων, σε εξη βιβλία, ασχολείται με την φυσιολογία των φυτών.)

Το ερευνητικό και ταξινομητικό έργο του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου συνεχίστηκε στη συνέχεια στο περίφημο ερευνητικό κέντρο του φυσικού κόσμου της Αλεξάνδρειας, που περιείχε εκτός απο τη Βιβλιοθήκη και ένα βοτανικό και ζωολογικό κήπο και ένα κέντρο έρευνας και διεπιστημονικού διαλόγο\υ με κρατική οικον, ενίσχυση και ενθάρρυνση. Δημήτριος ο Φαληρέας (350-283), Στράτων ο Λαμψακηνός , ο δάσκαλος του Πτολεμαίου του Β.(270 π.χ.)

Θα μπορούσε κανείς να βρεί πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία στην ιστορία των επιστημών και της φιλοσοφίας για τους προβληματισμούς γύρω απο τις σχέσεις των ανθρώπων στις διάφορες εποχές που προιδεάζουν για τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες των ανθρώπων για τις ανθώπινες παρεμβάσεις στο φυσικό του περιβάλλον και την κυρίαρχη κάθε φορά αντίληψη που είχαν οι άνθρωποι για τη θέση τους στον κόσμο . Αυτό ήταν άλλωστε και το βασικό θέμα που απασχόλησε πάντα την Φιλοσοφία της φύσης, ένα κλαδο με μεγάλη ιστορία και πλούτο ιδεών. ( π,χ, στωική φιλοσοφία, και το ηθικό αίτημα για ζωή σε αρμονία με τη φύση. Το περίφημο «ομολογουμένως τη φύσει ζήν» του Ζήνωνα και του Κλεάνθη ,( Βλ. Λονγκ, Α. Ελληνιστική φιλοσοφία, μετ. στα ελληνικά)

Η σχέση του ανθρώπου με τη φύση αποτελεί κεντρικό προβληματισμό της φιλοσοφίας των αρχαίων και των νεώτερων χρόνων, επειδή όπως είναι γνωστό για τη σημερινή κατάσταση του πλανήτη φέρει μερίδιο ευθύνης και η φιλοσοφία ως κοσμοαντίληψη και ως παραγωγός ιδεολογίας που διαπερνά συνήθως ασυναίσθητα τις κοινωνικές πρακτικές των ανθρώπων και καθορίζει τη σχέση τους με το φυσικό τους περιβάλον. Η κυρίαρχη ανθρωποκεντριική αντίληψη των νεωτέρων χρόνων ( Καρτέσιο, Μπεήκον) και η ιδεολογία της κυριαρχίας των ανθρώπων πάνω στη φύση που διατρέχει την αισιόδοξη αντίληψη των εκπροσώπων του Διαφωτισμού και η πίστη τους στις δυνατότητες της επιστήμης και της τεχνικής να δαμάσουν τη φύση, αποτελεί μέχρι σήμερα την κυρίαρχη τεχνοκρατική αντίληψη για χωρίς όρια ανάπτυξη.

Πάντως η εποχή κατά την οποία οι φιλόσοφοι με ευκολία έγραφαν βιβλία «περι φύσεως» και διατύπωναν θεωρίες για την ενότητα , τη σκόπιμη διάταξη της φύσης και τη θέση του ανθρώπου μέσα σαυτήν έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Σήμερα ακόμη και τα κείμενα που αναφέρονται στην ενότητα της φύσης – ακόμη και αν μιλάνε για τη θεωρία του χάους- εννοούν κυρίως την ενότητα που προσφέρουν οι έρευνες των φγυσικών επιστημών. Οσοι διαπιστώνουν σήμερα την έλλειψη μιας πιο φιλοσοφικής προσέγγισης για τη φύση και τη σχέση της ανθρώπινης κοινωνίας απέναντί της, ανακαλύπτουν σύντομα την έλλειψη φιλοσοφικής θεμελίωσης όλων των σχετικών προσπαθειών που γ΄ίνονται με αφορμή την περιβαλλοντική κρίση και την οικολογική πρόκληση. (κι αυτό χαρακτηρίζει και πολλές περιβαλλοντικές θεωρίες) Χωρίς όμως τη γνώση της ιστορίας της φιλοσοφίας της φύσης του παρελθόντος δεν υπάρχει δυνατόττητα συνειδητής αναθεώρησης της κυρίαρχης ανθρωποκεντρικής, ποσοτικής αντίληψης για τη φύση και γίνεται αδύνατη η αναθεώρηση της περιβαλλοντικής πολιτικής και των κοινωνικών πρακτικών που συνεχίζουν την καταστροφική σχέση της βιομηχανικής κοινωνίας με τη φύση. Αυτή η έλλειψη έίναι εμφανής και στο ίδιο το περιβαλλοντικό κίνημα και πολλές απο τις οικολογικές προσπάθειες αμφισβήτησης της τεχνοκρατούμενης κοινωνίας μας .

Η κριτική που άρχισε με την αντι-κουλτούρα της δεκαετίας του 60 του εικοστού αιώνα κάλυπτε ένα πλατύ πεδίο.(Καλιφόρνια, Μαρκούζε) Πέρα απο την κριτική αυτής καθεαυτής της τεχνοκρατίας, εξελίχτηκε σε μια γενικότερη κριτική της καθημερινής ζωής της καταναλωτικής κοινωνίας, της λατρείας της παραγωγής , του επιστημονισμού, φτάνοντας κάποιες φορές και σε συνολική απόρριψη της επιστήμης και κάθε ορθολογισμού. Αυτές οι προσεγγίσεις του θέματος θεωρούν το τεχνοκρατικό σύστημα όχι μόνο απροσάρμοστο στις φυσικές και πνευματικές ανάγκες του ανθρώπου αλλά το θεωρούν ως τελείως ανορθολογικό. Πιστεύουν οτι το σύστημα αυτό δεν στηρίζεται ούτε στην ίδια την επιστήμη γιατί ξεχνάει παράγοντες πρωταρχικής σημασίας., παραβιάζει τις οικολογικές αρχές και έχει αφεθεί στο παραλήρημα της οικονομικής μυθολογίας της ανάπτυξης, κατα την οποία το ακαθάριστο εθνικό προιόν αυξάνεται και απο τα αυτοκινητιστικά δυστυχήματα...

Αυτο το περίφημο περιβαλλοντικό κίνημα αγωνιζόμενο για ένα καλύτερο πλαίσιο ζωής άρχισε αυθόρμητα και στη συνέχεια επηρέασε τα πολιτικά κόμματα και την πολιτική θεωρία παίρνοντας διάφορες μορφές και θεωρητικές εκφράσεις. Στην αρχή ειχε τη μορφή ενός «ρηχού περιβαλλοντισμού» για να καταλήξει στη συνέχεια σε μιά κοινωνική και πολιτική οικολογία. Αξίζει πιστεύω να δούμε με λίγα λόγια αυτή τη διαδρομή επειδή μπορεί να μας φανεί χρήσινη στη συζήτηση μας.