του Π. Παπακωνσταντίνου
Τα εν εξελίξει «Ιουνιανά» συνιστούν τη βαθύτερη κρίση που γνώρισε ο τόπος από το 1974. Όσο κι αν το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον μονοπωλεί, αυτή τη στιγμή, η κυβερνητική αστάθεια, ο «ελέφαντας στο σαλόνι μας», όπως λένε οι Αγγλοσάξονες -η μεγάλη, ενοχλητική αλήθεια για την οποία οι περισσότεροι προτιμούν να σιωπούν- βρίσκεται αλλού: στη χειμαρρώδη εισβολή του λαϊκού παράγοντα στην πολιτική ζωή.
Όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων 37 χρόνων έπεσαν ομαλά, κατόπιν εκλογών. Ακόμη και η χούντα κατέρρευσε όχι ύστερα από τη λαϊκή εξέγερση του Πολυτεχνείου, αλλά υπό το βάρος της εθνικής τραγωδίας στην Κύπρο. Για πρώτη φορά, ο πρωθυπουργός μιας κυβέρνησης που διαθέτει τη δεδηλωμένη αισθάνεται αδύναμος να κυβερνήσει και προσφέρεται να παραιτηθεί υπό την πίεση του «δρόμου». Η προχθεσινή γενική απεργία και τα συλλαλητήρια που την συνόδευσαν πήραν χαρακτηριστικά εξέγερσης της «βαθιάς Ελλάδας».
Αποτελεί επίτευγμα του κ. Γ. Παπανδρέου ότι κατάφερε να ενώσει εναντίον της κυβέρνησής του σχεδόν τους πάντες: αριστερούς και δεξιούς, μισθωτούς και επαγγελματίες, συνδικαλισμένους του δημοσίου τομέα και ανασφαλείς εργαζομένους του ιδιωτικού, ή ακόμη και το… ΠΑΜΕ με τους «Αγανακτισμένους»! Όλες οι προσπάθειες να κατατεμαχισθεί το κοινωνικό σώμα και να στραφεί η μία επαγγελματική κατηγορία εναντίον της άλλης, ξαφνικά κατέληξαν στο ακριβώς αντίθετο: να ενώσουν σε ένα πολύ ισχυρό, αντιμνημονιακό μέτωπο την πλειονότητα του πληθυσμού.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η Ελληνική Δημοκρατία απέκτησε μια άτυπη «Κάτω Βουλή» των δρόμων και των πλατειών, η οποία δεν ξέρει ακόμη τι θέλει, ξέρει όμως πολύ καλά τι δεν θέλει: Δεν θέλει τα Μνημόνια Ι και ΙΙ, την κοινωνική καταστροφή και το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα. Μια «Κάτω Βουλή», η οποία δεν μπορεί να επιβάλει πολιτική κατεύθυνση, τείνει όμως να ασκεί ντε φάκτο «βέτο» επί θεμελιωδών κυβερνητικών αποφάσεων· και παρότι δεν θέλει, ούτε μπορεί, να λύσει το πρόβλημα διακυβέρνησης, ενδέχεται να συμβάλει καταλυτικά στην αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος. Πρέπει να είναι κανείς τυφλός για να μη βλέπει την εκθετικά αυξανόμενη ζήτηση για νέους, άφθαρτους ανθρώπους, νέες πολιτικές προτάσεις και νέους πολιτικούς σχηματισμούς, που θα βγάλουν την Ελλάδα από τον φαύλο κύκλο της οικονομικής ομηρίας και της εθνικής ταπείνωσης.
Επί 25 χρόνια, το «τέλος της μεταπολίτευσης» αποτελεί δημοφιλές σλόγκαν δημοσιολογούντων. Αυτή τη φορά, φαίνεται ότι ήρθε η ώρα να το ζήσουμε στ’ αλήθεια. Η σημερινή κρίση εκφράζει ακριβώς τη διάρρηξη του μεταπολιτευτικού«κοινωνικού συμβολαίου», που είχε τη σφραγίδα του Κ. Καραμανλή, ανανεώθηκε από τον Α. Παπανδρέου και έδωσε για πρώτη φορά πολιτική σταθερότητα στην Ελληνική Δημοκρατία. Σε αντίθεση με το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος, το νεοελληνικό κοινωνικό συμβόλαιο προέβλεπε άνοδο του βιοτικού, ή μάλλον του καταναλωτικού επιπέδου των λαϊκών στρωμάτων, χωρίς αναδιανομή εις βάρος των εχόντων. Για να επιτευχθεί αυτός ο μαγικός τετραγωνισμός του κύκλου επιστρατεύθηκαν ως από μηχανής θεοί οι κοινοτικές επιδοτήσεις, η εύκολη πίστωση, ο εξωτερικός δανεισμός και, πιο πρόσφατα, οι χρηματιστηριακές φούσκες. Ένα «θαύμα», που είχε βέβαια ημερομηνία λήξης, την οποία, ωστόσο, κάθε κυβέρνηση κατάφερνε κουτσά- στραβά να μετατοπίζει πέρα από τον βιολογικό ορίζοντα της τετραετίας της.
Η ανθεκτικότητα αυτού του ιδιόμορφου συμβολαίου αποδείχθηκε από τη μοίρα του πρώτου πολιτικού που αποπειράθηκε στα σοβαρά να το ανατρέψει, του Κ. Μητσοτάκη. Με έναν Α. Παπανδρέου πολιτικά και βιολογικά εξουθενωμένο και μιαΑριστερά διασπασμένη και ζαλισμένη από την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», το νεοφιλελεύθερο πείραματου Κ. Μητσοτάκη απέτυχε οικτρά, σε σημείο που να στραφούν εναντίον του και εκείνοι που τον στήριξαν. Ο, τι δεν κατάφερε όμως ο Κ. Μητσοτάκης, το κατάφερε ο Γ. Παπανδρέου υπό την απειλή της πτώχευσης. Το μεταπολιτευτικό κοινωνικό συμβόλαιο αποτελεί ήδη σωρό ερειπίων, χωρίς τίποτα ανθεκτικό, όμως, να μπει στη θέση του. Αναπόφευκτη συνέπεια είναι η υπονόμευση όχι μόνο της κυβέρνησης Παπανδρέου, αλλά ολόκληρου του δικομματικού, μεταπολιτευτικού σκηνικού.
Σοβαροί παράγοντες βλέπουν ως έξοδο κινδύνου μια κυβέρνηση δικομματικής στήριξης ΠΑΣΟΚ – Ν. Δ. και ψέγουν τον Αντ. Σαμαρά για την άρνησή του «να ανέβει στο πλοίο». Τα ερωτήματα, όμως, είναι αυτονόητα: Γιατί ο αρχηγός της αντιπολίτευσης θα σπεύσει να ανέβει στο καράβι του αντιπάλου του, τη στιγμή που αυτό βυθίζεται; Τι θα καταφέρει το κυβερνητικό «άθροισμα» ΠΑΣΟΚ – Ν. Δ., εκτός από το να υψώσει στο τετράγωνο τη λαϊκή δυσφορία; Κι αν, μετά την απαξίωση του παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ, απαξιωθεί και η Ν. Δ. του κ. Σαμαρά από το επόμενο κύμα λαϊκών κινητοποιήσεων, ποια θα είναι τότε η εναλλακτική λύση; Με δεδομένη την αυτοακύρωση του ΛΑΟΣ ως «λαϊκής» δύναμης ύστερα από την υποστήριξη του Μνημονίου, ποιος άλλος εκτός από την Αριστερά θα μείνει στον ρόλο του μόνου θεσμικού συνομιλητή με τον λαϊκό ριζοσπαστισμό;
Όλα δείχνουν ότι το ελληνικό πολιτικό δράμα δεν θα έχει γρήγορο τέλος. Τα λόγια του Αντόνιο Γκράμσι ακούγονται επίκαιρα: «Ο παλιός κόσμος πεθαίνει, ο καινούργιος δεν έχει ακόμη γεννηθεί. Ζούμε στην εποχή των τεράτων» …
Δημοσιεύτηκε στην “Καθημερινή”της 17.6.2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου