Σάββατο 6 Μαρτίου 2010

φιλοσοφικά

H έννοια της Φύσης στην «Φαινομενολογία του Πνεύματος» του Ηegel.


O Hegel, Georg, Wilhelm, Friedrich (1770 - 1831) δημιούργησε, όπως είναι γνωστό, επάνω στα θεμέλια που έθεσαν οι συμπατριώτες του, Kant, Fichte και Schelling, το δικό του, εντυπωσιακό σύστημα αντικειμενικού ιδεαλισμού, αφού επεξεργάστηκε τα πορίσματα της Ιστορίας της φιλοσοφίας και των επιστημών της εποχής του, με τρόπο που λόγω του πλούτου των γνώσεων, τον συστηματικό και διαλεκτικό τους χαρακτήρα, επρόκειτο να παραμείνει μνημειώδης.

H αφετηρία του Ηegel δεν είναι ούτε υποκειμενική, σαν αυτήν της Καντιανής κριτικής, ούτε υπερβατική σαν αυτήν της διαίσθησης του Σέλλινγκ. Η πρωταρχική εμπειρία είναι η εμπειρία ενός υποκειμένου βυθισμένου στη φύση. Το «πράγμα καθεαυτό» και η γνώση δεν είναι δυό κόσμοι ξεχωριστοί. Το άτομο αποτελεί μέρος αυτής της φύσης, όπως «το παιδί στη μήτρα της μητέρας» (Εγκυκλοπαιδεια, παρ.450, R) Στην άμεση ύπαρξή του, το άτομο βρίσκεται σε επαφή με τη φύση, βυθισμένο μέσα της. Η «Φαινομενολογία του πνεύματος» φαίνεται στις πρώτες προσεγγίσεις δύσκολη και περίπλοκη, επειδή στο εσωτερικό της, σε κάθε στάδιο της διαλεκτικής ανάπτυξης της γνώσης, έχουμε την εντύπωση οτι κινούμαστε ανάμεσα σε τρείς γραμμές ανάπτυξης: Τη γραμμή της αντικειμενικής δομής του κόσμου στις διαλεκτικές στιγμές του, τη γραμμή της οικουμενικής κουλτούρας στην ιστορική της γένεση και τη γραμμή της συνειδητοποίησης του ατόμου μέσα απο τις διαδοχικές του εμπειρίες.

Κάθε εμπειρία της ατομικής συνείδησης αναπαράγει μιαν ιστορική εμπειρία της ανθρώπινης σκέψης. Η ανθρώπινη συνείδηση είναι πάντα βυθισμένη στην πραγματικότητα και είναι πάντα κοινωνική, κουβαλώντας μιαν «κουλτούρα» και μιαν ιστορία που ανήκουν στο βιολογικό είδος, στην εργασία του και στα διαχρονικά επιτεύγματά του. Οπως μας λέει ο ίδιος ο Ηegel στην Λογική του (Ι,33) : «Στη Φαινομενολογία του Πνεύματος ακολούθησα την εξέλιξη της συνείδησης, την προοδευτική της πορεία, απο την πρώτη άμεση αντίθεση ανάμεσα σ’αυτήν και το αντικείμενό, μέχρι την απόλυτη γνώση. Ο δρόμος που ακολούθησε περνάει απ’όλες τις μορφές των σχέσεων ανάμεσα στην συνείδηση και το αντικέμενο και καταλήγει στην έννοια της επιστήμης»



Ο Hegel πίστευε οτι η φιλοσοφία δεν μπορεί παρά να είναι ιδεαλιστική, αφού έχει ως αντικείμενό της το Γενικό και αυτό είναι ιδεατό. Ανέπτυξε την ιδέα οτι ο φυσικός και ο ιστορικός κόσμος διαπερνάται απο μια πνευματική αρχή, την Απόλυτη Ιδέα, το Παγκόσμιο πνεύμα (Weltgeist), το οποίο εμφανίζεται στη φύση και στην κοινωνία, όπου «εξωτερικεύεται».

Κεντρική ιδέα του φιλοσοφικού συστήματος του Ηegel ήταν οτι ο πραγματικός, ο υλικός κόσμος είναι προϊον της εξέλιξης της Απόλυτης Ιδέας. Η φύση είναι η Απόλυτη Ιδέα στην άλλη της μορφή. Το γίγνεσθαι της φύσης είναι η εξέλιξη, το γίγνεσθαι του Πνεύματος. Η φύση αντιμετωπίζεται ως ένα σύστημα με βαθμίδες, οι οποίες προκύπτουν η μιά απο την άλλη. Η φύση είναι η διαδικασία μιας εξέλιξης, η πορεία αναδίπλωσης του πνεύματος ή της Ιδέας. Το πνεύμα προχωραέι απο το χαμηλότερο στο υψηλότερο. Το ίδιο ισχύει για την διαβάθμιση των επιστημών : Μηχανισμός, Χημισμός, Οργανισμός.

Για τον Ηegel η ιδέα της ατέρμονης διαδικασίας και εξέλιξης αποτελεί την μόνη μορφή ύπαρξης του Απόλυτου Πνεύματος, όπως εκδηλώνεται στην Ιστορία της ανθρωπότητας, πράγμα που δεν συμβαίνει με την Ιστορία της φύσης μέσα στον χρόνο, για την οποία αποκλείεται, κατά κάποιο τρόπο, κάθε εξέλιξη, διαφορετικά δεν θα εθεωρείτο η φύση ως η εξωτερική πλευρά του πνεύματος που έχει βγεί απο τον εαυτό του. «Η φύση όπως και οι αλλαγές της είναι ως εκ τούτου απλές επαναλήψεις, η κίνηση της μόνο ένας κύκλος». (Hegel G.W.F., Vorlesungen ueber die Geschichte der Philosophie, τομ 1, Leipzig 1971 ,σελ. 123.). Αυτό για το οποίο ενδιαφερόταν ο Hegel ήταν η διαλεκτική εξήγηση του πνεύματος και του ανθρώπου, της Ιδέας, της οποίας η φύση απαιτούσε «να εξελίσσεται και μόνο μέσα απο την εξέλίξη της να συλλαμβάνει τον εαυτό της, να γίνεται αυτό που είναι» (Ο.π. σελ.109) Ο τρόπος αυτής της διαλεκτικής κίνησης και εξέλιξης του Πνεύματος είναι «η εργασία την οποία πραγματώνει το Πνεύμα ως πραγματική ιστορία» (Ηegel, G.W.F., Phaenomenologie des Geistes, Berlin 1964, sel. 559).

Η μεγάλη προσφορά του Hegel στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης έγκειται στην προσπάθειά του να βρεί την εσωτερική συνοχή όλων των φαινομένων της φύσης, της κοινωνίας και του ανθρώπινου πνεύματος. Να συναγάγει την μιά επιστήμη απο την άλλη, μέσα απο μιαν εσωτερική αναγκαιότητα. Αυτή η σκέψη της εσωτερικής λογικής και της εξέλιξης μέσα στην ίδια την επιστήμη, αποτελεί τον λογικό πυρήνα κάτω απο τον ιδεαλιστικό μανδύα της θεωρίας του. Μέσα σε ένα σχήμα κατάφερε να υπογραμμίσει την εξέλιξη και των τριών περιοχών της ανθρώπινης γνώσης : τον φυσικό, τον ιστορικό και τον πνευματικό κόσμο. (Φύση, κοινωνία, ανθρώπινη σκέψη). Ο Ηegel έδειξε για πρώτη φορά οτι ο φυσικός, ο κοινωνικός και ο πνευματικός κόσμος βρίσκονται σε διαρκή κίνηση, εξέλιξη και μετασχηματισμό. Αυτό το μοτίβο θα το συναντήσουμε στη συνέχεια στην μαρξιστική σκέψη, ενισχυμένο απο την διαλεκτική αρχή του Διαλεκτικού Υλισμού : Την πεποίθηση δηλαδή για την ενότητα του κόσμου, λογω της υλικότητάς του.

Μπορεί κανείς συνοπτικά να πεί οτι ο Ηegel μετέφερε την φιλοσοφική σκέψη του Kαντ για την εξέλιξη, απο την φύση στην ιστορία του πνεύματος και της ανθρωπότητας και την ολοκλήρωσε. Παράλληλα ξεπέρασε την αφηρημένη και ανιστορική κριτική στην ανθρώπινη νόηση, με την δική του ολοκλήρωση της διαλεκτικής, έστω και με έναν αντικειμενικά ιδεαλιστικό τρόπο. Βέβαια η διαλεκτική νοείται ακόμη ως μια διαλεκτική της έννοιας ή καλύτερα ως διαλεκτική εξέλιξη του Πνεύματος, που θεωρείται ως η ενεργητική αυτοεκδήλωση του αυτοαναπτυσσόμενου Πνεύματος.

Σε αυτήν την μονόπλευρη έννοια της δραστηριότητας και της εργασίας του ανθρώπου, που αντιμετώπιζε την γνώση και την σκέψη ως το βασικό γνώρισμα του ανθρώπου γενικά, αντιστοιχεί και μια ιδεαλιστικά αντεστραμμένη αντίληψη για τη φύση. Ο άνθρωπος κατά τον Ηegel βγαίνει απο τον κόσμο της ανάγκης και φτάνει στο βασίλειο της ελευθερίας με την ανάπτυξη των πνευματικών του δυνάμεων, που του έχουν δοθεί απο το Παγκόσμιο πνεύμα. Αυτή η ανάπτυξη των πνευματικών δυνάμεων εκδηλώνεται στην προσπάθεια του ανθρώπου να δαμάσει τη φύση, τις δυνάμεις της φύσης, για να συμφιλιωθεί τελικά μαζί τους, πράγμα που είναι δυνατόν μόνο όταν ο άνθρωπος, ως πνευματικό όν, απαλλαγεί απο τις τυφλές αναγκαιότητες των φυσικών συμβάντων.

Αυτή την τάση για συμφιλίωση με τη φύση την γεννάει η εργασία. Αυτή η διαδικασία της αυτοπραγμάτωσης του ανθρώπου ολοκληρώνεται στον Ηegel όχι με την μαρξιστική έννοια της εργασίας, αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με την ανάπτυξη των πνευματικών δυνάμεων. Η μόνη εργασία που γνωρίζει και αναγνωρίζει ο Ηegel είναι, κατα τον Μαρξ, η αφηρημένη, πνευματική εργασία. Επαρκή πειστήρια βρίσκονται σχετικά στην Φιλοσοφία του Δικαίου και στην Φιλοσοφία της Ιστορίας, όπου διαβάζουμε : «Ο άνθρωπος συμπεριφέρεται με τις ανάγκες του προς την εξωτερική φύση με πρακτικό τρόπο και προχωρεί διαμεσολαβητικά στο έργο του με το να ικανοποιεί τον εαυτό του, μέσω των επιθυμιών του. Επειδή τα φυσικά αντικείμενα είναι πανίσχυρα και προβάλλουν πολύμορφη αντίσταση, για να την υπερνικήσει παρεμβάλλει ο άνθρωπος άλλα φυσικά πράγματα, στρέφει έτσι τη φύση ενάντια στη φύση την ίδια, εφευρίσκοντας εργαλεία γι’αυτόν τον σκοπό. Αυτές οι ανθρώπινες ανακαλύψεις ανήκουν στο πνεύμα και ένα τέτοιο εργαλείο αξίζει μεγαλύτερης προσοχής απο το φυσικό αντiκείμενο» (Ηegel G.W.F.,Vorlesungen ueber die Philosophie der Geschichte, Werke, τομ. 11, Stuttgart, 1939,σελ. 136 ).

Ο Ηegel υπογραμμίζει μ’αυτόν τον τρόπο πως η συνειδητοποίηση του εαυτού του απο τον άνθρωπο είναι ουσιαστικά ενεργητική. Η σχέση του με τη φύση δεν είναι κάτι το «δεδομένο», είναι μια πράξη, μια ενέργεια. Αυτή η ενότητα που αρχικά συνδεόταν με την επιθυμία για την ικανοποίηση ζωτικών αναγκών επιβίωσης, πραγματοποιείται τελικά μόνο μετά απο μακρόχρονη εργασία, χάρη στην οποία ο άνθρωπος εξανθρωπίζεται. Οι σχέσεις ανάμεσα στον άνθρωπο και στη φύση περνάνε απο τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Ο άνθρωπος ικανοποιεί τις ανάγκες του μόνο κοινωνικά. Αυτό εκφράζει ο Ηegel όταν, με ιδεαλιστικούς όρους, μας λέει οτι η αυτοσυνείδηση μπορεί να ικανοποιηθεί μόνο αν αναγνωριστεί απο μια άλλη αυτοσυνείδηση.

Οι δυό αυτοσυνειδήσεις εξυπακούονται αλλά ταυτόχρονα συγκρούονται. Η καθεμιά περιορίζει την άλλη αντικρούοντας την. Ομως επειδή η ουσία της αυτοσυνείδησης δεν είναι η καταβύθιση της στο αναπτυξιακό χάος της ζωής, αλλά η ριψοκινδύνευση, ο ένας απο τους δύο ανταγωνιστές οδηγεί τον αγώνα σε σημείο που να ρισκάρει τη ζωή του, επικυρώνοντας την ύπαρξή του ως αγνή αυτοσυνείδηση. Ο άλλος φοβάται το θάνατο. Ο πρώτος γίνεται Αφέντης ό δεύτερος Σκλάβος. Ο αφέντης θα χρησιμοποιήσει τον σκλάβο σαν νάτανε το ίδιο το σώμα του, για να μεταμορφώσει τη φύση, για να εργαστεί. Οι μόνες λοιπόν σχέσεις του αφέντη με τη φύση γίνονται με μεσάζοντα, με τη μεσολάβηση του σκλάβου. Ο Αφέντης έχει χάσει κάθε καθαρά ανθρώπινη σχέση με τη φύση. Δεν της επιβάλλει πιά με την εργασία του μια μορφή κατάλληλη να ικανοποιεί τις ανάγκες του, δεν του μένει παρά να την χαίρεται όπως είναι, χωρίς να την μεταμορφώνει, όπως κάνει το ζώο.

Ομως ο μεγάλος δρόμος της ανάπτυξης του ανθρώπου και της γνώσης του περνάει απο την συνείδηση του σκλαβου. Ο σκλάβος διάλεξε τη ζωή. Αλλά όταν έννοιωσε τον φόβο μπροστά στην πιθανότητα του θανάτου, διέβλεψε την πιθανή εξαφάνιση του και την ανεπάρκεια του φυσικού κόσμου και απο εκεί συνειδητοποίησε τον εαυτό του. Είναι μια αρχή απελευθέρωσης. Η εργασία του είναι το δεύτερο στάδιο αυτής της απελευθέρωσης. Αντιμετωπίζοντας το αντικείμενο ο σκλάβος ξεπερνά τη δομή του και η εργασία του βρίσκεται στην αρχή κάθε γνώσης.Αυτή η υπομονετική και επίπονη ανακάλυψη της φύσης και των περίπλοκων νόμων της θα επιτρέψει στη συνείδηση να ανακαλύψει και να αναγνωρίσει πλέρια τον εαυτό της. Μεταμορφώνω τη φύση , διαμορφώνω τη φύση για να της επιβάλλω το ανθρώπινο καλούπι, σημαίνει, εξωτερικεύω τον άνθρωπο, περνάω το υποκείμενο στο αντικείμενο με την εργασία μου. Η εργασία «διαμορφώνει» την φύση και εξωτερικεύει τον άνθρωπο.

Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα του Μάρξ, στα Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1884 (σελ.132): « Το μεγαλείο της Φαινομενολογίας του Ηegel και του τελικού της αποτελέσματος – που είναι η διαλεκτική της αρνητικότητας ως κινητήρια και δημιουργική αρχή _ συνίσταται στο οτι ο Ηegel αντιλαμβάνεται την παραγωγή του ανθρώπου απο τον εαυτό του ως μια διαδικασία...οτι αντιλαμβάνεται την ουσία της εργασίας, αντιλαμβάνεται τον αντικειμενικό άνθρωπο, αληθινό επειδή είναι πραγματικός, ως αποτέλεσμα της της ίδιας του της εργασίας...». Ομως για τον Ηegel αυτός που εργάζεται είναι ο αληθινός δημιουργός της ιστορίας. Γιατί η εργασία δεν μεταμορφώνει μόνο τον φυσικό κόσμο. Στην «Φαινομενολογία», το αντικείμενο και το υποκείμενο αναπτύσσονται πάντα σε αμοιβαία αλληλεξάρτηση. Ο Ηegel είδε οτι οι σχέσεις ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση περνάνε απο τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους.

Ετσι λοιπόν για τον Ηegel η φύση θεωρείται ως η αλλοιώτικη, αλλοτριωμένη προϊστορία της αληθινής εξέλιξης του Πνεύματος και της ανθρώπινης Ιστορίας, ως βαθμιαία του απελευθέρωση απο τους καταναγκασμούς της φύσης. Με αυτόν τον τρόπο του φαινόταν η φύση βέβαια ως προϋπόθεση της κοινωνίας, αλλά δεν αποτελούσε παρά μιαν απλή στιγμή της διαδικασίας απελευθέρωσης του ανθρώπου απο την εξάρτησή του απο τη φύση. Η υποτίμηση της φύσης είχε ως αποτέλεσμα την εξιδανίκευση του πνεύματος και την αναστροφή της σχέσης του υλικού και του ιδεατού κόσμου. Στα πλαίσια αυτής της ιδεολογικής αναστροφής η φιλοσοφική έννοια της φύσης γίνεται μονόπλευρη και ιδεαλιστική, όμως αντίθετα επι μέρους απόψεις του Ηegel για θέματα φυσικής φιλοσοφίας παραμένουν κατά περίεργο τρόπο διαλεκτικές. Αυτό συμβαίνει γιατί χρησιμοποιεί την διαλεκτική του θεωρία και μέθοδο για την φιλοσοφική ανάλυση των εμπειρικών επιστημών και φτάνει συχνά σε μέχρι σήμερα έγκυρες απόψεις, όπως είναι η αντίληψή του για την ενότητα ύλης και κίνησης.

Παρόλο που η Φιλοσοφία του Ηegel για τη φύση είναι πολλή αφηρημένη και θεωρησιακή, την διαπερνά η ιδέα της εξέλιξης και κατά κάποιο τρόπο συνεχίζει την βασική θέση του Ουμανισμού και του Διαφωτισμού όταν διατυπώνει σκέψεις για τον εγκόσμιο χαρακτήρα της χειραφέτησης του ανθρώπου. « Ο άνθρωπος θα πρέπει να έχει φάγει απο το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού, θα πρέπει να έχει περάσει μέσα απο την εργασία και την δραστηριότητα του πνεύματος ώστε να γίνει αυτό που είναι, με την υπέρβαση αυτού του χωρισμού του απο τη φύση » ( Hegel G.W.F., System der Philosophie, Μέρος 2, : Die Naturphilosophie, Saemtliche Werke, τομ. 9, Stuttgart 1942, σελ. 41.)

Πάντως για τον Ηegel, παρά την θεωρησιακή του κατασκευή και την ιδεαλιστική αναστροφή της σχέσης πνεύματος και φύσης, τα δυό τελευταία δεν θεωρούνται χωρισμένα αλλά εξελικτικά ταυτόσημα αν και η φύση αντιμετωπίζεται κατά κάποιο τρόπο ως η προϊστορική, εξωτερική μορφή ύπαρξης του πνεύματος. Εσι η φύση μετατρέπεται για τον Ηegel ως «το Aλλο του Πνεύματος, κάτι σχετικό και με αυτόν τον τρόπο ως το αρνητικό, κάτι που έχει τεθεί». (Ο.π., σελ.721) Βέβαια με αυτόν τον τρόπο το πνεύμα αναδύεται απο τη φύση, όμως αυτό δεν είναι ακόμη το πραγματικό του ιστορικό και ατομικό γίγνεσθαι, αλλά απλώς η αποδέσμευσή του απο έναν τέτοιο φυσικό προσδιορισμό. Εδώ λανθάνει ένας υψηλός ουμανιστικός στόχος για την ανθρώπινη αυτοπραγμάτωση γενικά. Δηλαδή με την αυξανόμενη γνώση και κυριαρχία πάνω στη φύση να αποκτήσει ο άνθρωπος μεγαλύτερη ανεξαρτησία και ελευθερία στην κοινωνική του ζωή. (Σήμερα βέβαια γνωρίζουμε οτι δεν αρκεί η αυξανόμενη δύναμη της γνώσης για τη φύση και η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων απο μόνες τους για την χειραφέτηση του ανθρώπου και την αυτοπραγμάτωσή του. Απαιτείται και η επίλυση της πρακτικής και κοινωνικής διάστασης της σχέσης των ανθρώπων μεταξύ τους και με τη φύση, για να ξεπεραστούν τα πλανητικά περιβαλλοντικά προβλήματα της εποχής μας.).

Ο Ηegel αν και συλλαμβάνει την αυτοπραγμάτωση του ανθρώπου ως μια διαδικασία και τον άνθρωπο ως αποτέλεσμα της ίδιας του της εργασίας, δεν το κάνει, με τον τρόπο που πρόκειται να εξηγήσει στη συνέχεια ο Μάρξ την εργασία στο «Κεφάλαιο», ως «σκόπιμη δραστηριότητα, για την παραγωγή αξιών χρήσεως, οικειοποίηση του φυσικού για τις ανθρώπινες ανάγκες, γενική προϋπόθεση για την ανταλλαγή ύλης ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, αιώνια φυσική προύπόθεση του ανθρώπινου σώματος» (Μarx k., Das Kapital, τομ.1, Berlin 1952,σελ.192).
Εκτός απο τον Μαρξ και ο φίλος και σύντροφός του ο Ενγκελς (1820-1895) υπογραμμίζει τον μονόπλευρο τρόπο της μέχρι τότε φιλοσοφικής σκέψης σχετικά με την σύλληψη της πραγματικής διαλεκτικής Νόησης και Είναι, Φύσης και ανθρώπινης Σκέψης. Κατά την γνώμη του τόσο η φυσική επιστήμη όσο και η φιλοσοφία έχουν παραμελήσει τον ρόλο της ανθρώπινης δραστηριότητας στην ανάπτυξη της ανθρώπινης σκέψης και αναγνωρίζουν απο τη μιά μεριά την φύση και απο την άλλη τον άνθρωπο. Ομως ακριβώς η αλλαγή της φύσης απο τον άνθρωπο, όχι η φύση απο μόνη της, αποτελεί το αληθινό θεμέλιο της ανθρώπινης σκέψης, και στο βαθμό που ο άνθρωπος έμαθε να αλλάζει τη φύση, αυξανόταν και η ευφυϊα του. (Ενγκελς Φρ., Η Διαλεκτική της φύσης, Αθήνα 1985 (μεταφρ. Ευτ. Μπιτσάκη), σελ. 148 κ.ε. : «Ο ρόλος της εργασίας στην εξανθρώπιση του πιθήκου».)

Αν θέλαμε να συνοψίσουμε, με μια γενική αποτίμηση της Φυσικής φιλοσοφίας του Ηegel, θα λέγαμε οτι αυτή αποτελεί ένα κεντρικό, συνεκτικό τμήμα του φιλοσοφικού του συστήματος, αν και μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια απο τις ασθενέστερες πλευρές της φιλοσοφίας του. Αυτό μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός οτι συχνά ο Ηegel παραγνωρίζει τα πορίσματα και τις μεθόδους των φυσικών επιστημών της εποχής του. Ομως η κατανόηση της Φυσικής φιλοσοφίας του Ηegel είναι δυνατή μόνο στα πλαίσια των μεγάλων ανακαλύψεων που είχαν γίνει στις φυσικές επιστήμες τον 18ο αιώνα και στις αρχές του 19ου. Αυτές οι νέες γνώσεις έδειχναν την κατεύθυνση της διαλεκτικής δομής και του χαρακτήρα των φυσικών φαινομένων ως διαδικασιών σε εξέλιξη. Η αντιμετώπιση της οργανικής φύσης ως ενός παγιωμένου συστήματος υποχωρεί και τη διαδέχεται η συνειδητοποίηση της μεταβλητότητας και της εξέλιξης των φυσικών φαινομένων, που απαιτούσε την αναζήτηση της ιδέας της ενότητας της φύσης. Για τον Ηegel ήταν προσιτή αυτή η ιδέα, γιατί πίστευε στην ταυτότητα του Είναι και του Νοείν. Η ταυτότητα ολόκληρης της ποικιλομορφίας του κόσμου με την Παγκόσμια νόηση είναι για τον Ηegel «η Απόλυτη Ιδέα», η οποία αντικειμενοποιείται στη φυσική, κοινωνική και πνευματική πραγματικότητα και προχωρεί, μέσα απο πολυάριθμες βαθμίδες, στην αυτογνωσία της.

H φύση αποτελεί έναν ιδιαίτερο τρόπο ύπαρξης της απόλυτης ιδέας (Anderssein). Επειδή όμως η φύση αντιμετωπίζεται ως το «έτερον» της Ιδέας, στο οποίο αρμόζει απόλυτη εξωτερικότητα και έλλειψη αναφορικότητας και σχέσης των μερών του, το χαρακτηρίζει αναγκαιότητα και τυχαιότητα. Αυτό που λείπει είναι η φυσική εξέλιξη, η οποία επιφυλάσεται ως ανοδική πορεία στο βασίλειο του Πνεύματος και στην ανθρώπινη Ιστορία.

Η ενότητα της φύσης πραγματοποιείται, όπως είδαμε, στο οτι αυτή αντιπροσωπεύει ένα σύστημα αναβαθμών. Κάθε βαθμίδα της πραγματικής φύσης αντιστοιχεί σε μια βαθμίδα της αυτοανάπτυξης της απόλυτης Ιδέας. Αυτή η πορεία της Ιδέας μέσα στη φύση δεν έχει την έννοια της χρονικής ακολουθίας. Η κατώτερη βαθμίδα προηγείται της ανώτερης μόνο λογικά όχι χρονικά. Η φύση για τον Ηegel, ακόμη και η οργανική, δεν έχει καμιά ιστορικότητα. Σκοπός άλλωστε της Φυσικής φιλοσοφίας του δεν ήταν η έρευνα της χρονικής αλλά της λογικής ανόδου των μορφών της φύσης. Η άρνηση μιας πραγματικής εξέλιξης και μιας ιστορικότητας στη φύση ακολουθεί με συνέπεια απο την ιδεαλιστική θέση της φιλοσοφίας του, σύμφωνα με την οποία η φύση είναι ακριβώς η ετερότητα της Ιδέας. Ιστορική εξέλιξη μπορεί να αποτελέσει γνώρισμα μόνο της Ιδέας. «Η μεταμόρφωση αρμόζει μόνο στην έννοια ως τέτοια, αφού μόνο η μεταβολή της αποτελεί εξέλιξη».(Ηegel G.W.F., Werke , τομ. 9,σελ. 58.)

Σίγουρα μπορεί να ισχυριστεί κανείς οτι η άρνηση απο τον Ηegel της υλικής εξέλιξης στη φύση αποτελεί οπισθοδρόμιση σε σχέση με τον Καντ και τον Schelling. Παρόλα αυτά όμως υπάρχει πρόοδος με το πέρασμα σε πλουσιότερες και πιό διαφοροποιημένες και περίπλοκες μορφές, γεγονός που έχει ένα πολύ πραγματικό νόημα. Η πραγματική εξέλιξη προς τα πάνω ακολουθεί πράγματι αυτόν τον νόμο. Βέβαια στον Ηegel κάθε προηγούμενη βαθμίδα δεν καθορίζει και δεν αποτελεί προϋπόθεση της επόμενης, αλλά έχει την λειτουργία του σκοπού της εξέλιξης της Ιδέας και με αυτό τον τρόπο κάθε επόμενη, ανώτερη βαθμίδα, αποτελεί την αλήθεια της επόμενης.

Παρά τις μεγαλοφυείς αναπτύξεις του Ηegel, μπορούμε να πούμε οτι η Φυσική φιλοσοφία του ήταν μάλλον αποτυχία, για πολλούς λόγους. Ο βασικότερος φαίνεται οτι θα πρέπει να αποδοθεί στις ιδεαλιστικές προκείμενες της σκέψης του και στην θεωρησιακή μέθοδο της φιλοσοφίας του. Αγνοεί την πειραματική μέθοδο και πολλές κεκτημένες γνώσεις της εποχής του στο χώρο των φυσικών επιστημών. Γνώριζε βέβαια οτι το συσσωρευμένο εμπειρικό υλικό χρειαζόταν φιλοσοφική ανάλυση, όμως ξεκινούσε απο την λανθασμένη άποψη οτι κάθε εξέταση της φύσης αποτελεί Μεταφυσική. Πάντως αυτό που μένει είναι οι πρώτες πολύτιμες σκέψεις του για την ανάγκη σύνδεσης των φυσικών επιστημών με τον διαλεκτικό τρόπο σκέψης και η προσπάθεια του να βρεί τη συνοχή όλων των φαινομένων της φύσης, της κοινωνίας και του ανθρώπινου πνεύματος. Ο Ηegel έδειξε οτι ο φυσικός, ο ιστορικός και ο πνευματικός κόσμος συνδέονται μεταξύ τους και βρίσκονται σε κίνηση και μετασχηματισμό. Αυτή η σκέψη επρόκειτο να υιοθετηθεί και να χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια απο τους εκπροσώπους του Διαλεκτικού Υλισμού, οι οποίοι υποστήριξαν όμως την ενότητα του κόσμου που την στήριζαν στην υλικότητα του. Αυτό θυμίζει το «αναποδογύρισμα» της σκέψης του Ηegel που ισχυρίζεται οτι χρειάστηκε να κάνει ο Μαρξ,για να την βάλλει να σταθεί απο το κεφάλι , στα πόδια της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου