ΣΤΙΓΜΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ (6)
Η Ελληνιστική – Ρωμαϊκή Περίοδος (323π.Χ- 330 μ.Χ.)
Στο προηγούμενο κείμενο παρουσιάσαμε τις αποψεις του Θεόφραστου του Λέσβιου για τη φύση και το επιστημονικό του έργο. Ο Θεόφραστος έζησε στο τέλος της κλασσικής αρχαιότητας (371-287 π.Χ.), οταν στον φιλοσοφικό ορίζοντα κυριαρχούσαν η Πλατωνική «Ακαδημεία» και ο Αριστοτελικός «Περίπατος». Εκτός απο τον Θεόφραστο υπήρχαν και οι Στράτων ο Λαμψακινός, ο Δικαίαρχος, και ο Αριστόξενος που συνέχισαν τις έρευνες σε θέματα φιλοσοφικά και φυσικής φιλοσοφίας. Αργότερα οι περιπατητικοί φιλόσοφοι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις περίφημες Σχολές της Αλεξάνδρειας, της Ρόδου, της Αντιόχειας και της Περγάμου, στα μεγάλα κέντρα του ελληνιστικού πολιτισμού. Εκεί άνθισαν τα Μαθηματικά, η Μηχανική επιστήμη, η Γεωγραφία, η Φυσική και άλλοι επιστημονικοί κλάδοι. Ονόματα όπως ήταν του Ευκλείδη, του Αρχιμήδη, του Ιππαρχου και του Πτολεμαίου εκπροσωπούσαν τα κατορθώματα της επιστημονικής σκέψης αυτής της περιόδου.
Ο κόσμος που διαμορφώθηκε μετά το θάνατο του Αλέξανδρου του Μακεδόνα, χαρακτηρίστηκε απο μια μείξη λαών και πολιτισμών, που μετέτρεψε την πνευματική ζωή δίνοντας της έναν κοσμοπολίτικο χαρακτήρα. Αργότερα η πολιτική κατάρρευση της Ελλάδας επρόκειτο να αλλάξει τις συνθήκες της ζωής των ανθρώπων που αναζητούσαν σε ατομικό επίπεδο νόημα και αξίες για να στηριχτούν σε ένα ταραγμένο, χαοτικό κοινωνικό πλαίσιο. Δεν είναι επομένως περίεργο ότι και στη φιλοσοφία έρχονται στο επίκεντρο της συζήτησης θέματα Ηθικής και Πρακτικής φιλοσοφίας. Η νέα φιλοσοφία συγγενεύει με την Σωκρατική και εκπροσωπείται απο τρείς μεγάλες σχολές σκέψης.: Το Στωικισμό, τον Επικουρισμό και τον Σκεπτικισμό.
Σε προηγούμενο κείμενο είχαμε παρουσιάσει τις βασικότερες θέσεις της Στωικής φιλοσοφίας για τη φύση, κάτω απο το κεντρικό μοτίβο της «ζωής σε αρμονία με τη φύση». Θα προσπαθήσουμε τώρα να δώσουμε, με συντομία, τα κεντρικά σημεία της φιλοσοφικής σκέψης του Επίκουρου και του Σκεπτικισμού για να περάσουμε, στο επόμενο αφιέρωμα, στη Μεσαιωνική φιλοσοφική σκέψη.
Ο Επίκουρος (341-270 π.Χ.), γεννήθηκε στη Σάμο και σπούδασε στην Αθήνα όπου παρακολούθησε τις διδασκαλίες τόσο της «Ακαδημείας» του Πλάτωνα όσο και του «Λυκείου», της σχολής του Αριστοτέλη. Σε ηλικία τριάντα χρονών άρχισε ο ίδιος να διδάσκει για να ιδρύσει στη συνέχεια τη δική του σχολή τον περίφημο «Κήπο». Ο Επίκουρος ακολουθεί την εμπειρική παράδοση του Αριστοτέλη και ανανεώνει παράλληλα την παλιά παράδοση της Ιωνικής φιλοσοφίας. Πρότυπά του αποτέλεσαν ο Εμπεδοκλής, ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος. Στο σύμπαν της «Ατομικής φιλοσοφίας» υπάρχουν μόνο δύο πράγματα : τα άτομα και το κενό. Το κενό κρίθηκε αναγκαίο για να εξηγηθεί η κίνηση των υλικών σωμάτων στο χώρο. Τα άτομα είναι αγέννητα και ανώλεθρα, ομοειδή κατά την ουσία τους, διαθέτουν όμως διαφορετικό βάρος, μέγεθος και σχήμα. Απο τα άτομα σχηματίζονται τα διάφορα σύνθετα και φθαρτά όντα. Η φύση είναι άπειρη, αιώνια και υπακούει στο τυχαίο ή μόνο στον εαυτό της. Ακόμη και η ανθρώπινη ψυχή θεωρείται οτι απαρτίζεται απο λεπτά, λεία, στρογγυλά και αδιόρατα, αιθέρια άτομα. Η ψυχή για τον Επίκουρο μετά το θάνατο αφανίζεται και τα άτομά της διασκορπίζονται. Ο Επίκουρος δεν προσπαθεί να περιγράψει ένα κλειστό φυσικό σύστημα. Ο κόσμος γενιέται απο τη δίνη των ατόμων, που προκύπτει απο την κίνηση και την σύγκρουση των ατόμων μεταξύ τους. Ο ατομιστικός υλισμός του προεκτείνει και τροποποιεί τον ατομισμό του Δημόκριτου, υποστηρίζοντας την απροσδιόριστη κίνηση των ατόμων μέσα στο κενό, που επιτρέπει την συνάντηση, τη σύγκρουση μεταξύ τους αλλά συνιστά και την ελευθερία τους. Δεν είναι τυχαία οτι ο Κάρολος Μαρξ, την εποχή που βρισκόταν ακόμη έντονα κάτω απο την επιρροή ττης φιλοσοφίας του Εγελου, γράφει μια φιλοσοφική, διδακτορική διατριβή με θεμα την «Διαφορά της Δημοκρίτειας και Επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας». Το ανθρώπινο πνεύμα για τον Επίκουρο είναι ελεύθερο να διαλέξει ανάμεσα σε διάφορες ερμηνείες των φυσικών φαινομένων εκείνη που του επιτρέπει να ζήσει χωρίς φόβο και τις απάτες της δεισιδαιμονίας. Οι θεοί θεωρούνται πλάσματα της φαντασίας των ανθρώπων. Το ιδεώδες της βιοθεωρίας του είναι η «απάθεια» και η ψυχική «αταραξία». Παρόλον ότι ο Επίκουρος υπήρξε πρόσωπο με παραδειγματική εγκράτεια οι εχθροί του προσπάθησαν να σπειλώσουν το όνομά του και να τον παρουσιάσουν ως εκπρόσωπο του χυδαίου ηδονισμού. Η πάλη του ενάντια στις δεισιδαιμονίες και η αθεϊα του αποτελούσε πρόκληση και του δημιούργησε πολλούς εχθρούς, λόγω της αντίστασης του στον κυρίαρχο Ιδεαλισμό.
Ολη η Ηθική του Επίκουρου συνιστούσε σκληρή κριτική της υποκρισίας και του ασκητισμού, της εποχής του. Δεν αρνείται τις φυσικές και αναγκαίες ηδονές που οδηγούν στην ικανοποίηση φυσικών αναγκών και επιφέρουν την ισορροπία στο σώμα που είχε νοιώσει την έλλειψη τους, π.χ. τροφής ή ποτού. Αυτό που προτείνει ο Επίκουρος είναι η αποφυγή της υπερβολής και της ασωτίας. Το πιό μεγάλο αγαθό για το άτομο είναι η ίδια η ζωή, το να γνωρίζει τον τρόπο να παραμένει αυτάρκης, αποφεύγοντας τις ανώφελες υπερβολές. Η φρόνηση θεωρείται το πιό μεγάλο αγαθό επειδή μας διδάσκει πως θα γίνουμε τίμιοι, δίκαιοι και σοφοί. Η αναζήτηση της γνώσης συνοδεύεται απο ευχαρίστηση ενώ η σοφία μας βοηθάει να καταπραϊνουμε τον φόβο του θανάτου, των θεών και των σωματικών πόνων πείθοντας μας οτι το αγαθό και η ευδαιμονία είναι ευκολα προσιτά στον άνθρωπο, με την κατάλληλη άσκηση. Η φιλοσοφία, με τη μελέτη της φύσης, διαλύει τα σκοτάδια της άγνοιας και μας παρηγορεί στις κακοτυχίες της ζωής. Η καταπολέμηση των παθών, η ψυχική ηρεμία και η επιδίωξη άφθαρτων αγαθών επιτρέπει στο σοφό να ζήσει σαν θεός ανάμεσα σε ανθρώπους.
Την ίδια φιλοσοφική στάση ζωής προτείνουν ως αντίβαρο στην δυστυχίες της εποχής τους και οι εκπρόσωποι της Σχολής του Σκεπτικισμού, που συνήθως συνδυάζεται με το όνομα του Πύρρωνα απο την Ηλεία (360-270 π.Χ.). Τα φιλοσοφικά δόγματα του Πύρρωνα τα γνωρίζουμε απο όσα έχει διαφυλάξει ο μαθητής του Τίμων ο Φλειάσιος, που έζησε και πέθανε στην Αθήνα (330-240 π.Χ. περίπου). Κατά τους σκεπτικούς η ανθρώπινη γνώση των πραγμάτων είναι αδύνατη, επειδή και οι αισθήσεις μας και ο νους μας απατούν και οι αντιλήψεις μας είναι συχνά υποκειμενικές. Ο έλεγχος της αλήθειας αποβαίνει αδύνατος επειδή για κάθε πράγμα υπάρχουν δυό λόγοι αντίθετοι και ισοδύναμοι μεταξύ τους. Γι αυτό μιλάνε οι σκεπτικοί για «ισοσθένεια των λόγων», για «αφασία», «ακαταληψία» και «εποχή». Κατά τη διατύπωσή τους : «των μεν πραγμάτων διαφωνούντων των δε λόγων ισοσθενούντων αγνωσία της αληθείας επακολουθεί».
Η άποψη οτι ούτε οι αισθήσεις μας ούτε οι κρίσεις μας μπορούν να μας πούν την αλήθεια ωδήγησε συνεχιστές του σκεπτικισμού σε έναν μηδενισμό που έλαβε οντολογική, γνωσιολογική και ηθική μορφή. Παρόλα αυτά ...η ζωή συνεχίζεται, αρκούμενη στην φαινομενικότητα. Αλλοι σκεπτικοί φιλόσοφοι όπως ήταν οι Αρκεσίλαος (315-241) και ο Καρνεάδης (213- 129) δεν αναιρούν εντελώς τη γνώση αποδεχόμενοι οτι μπορούμε να αποφαινόμαστε για τα πράγματα με βαθμούς πιθανότητας. Λίγο αργότερα σκεπτικιστικές απόψεις διατύπωσαν οι Αινησίδημος, Αγρίππας και ο Σέξτος ο Εμπειρικός ( πού έδρασε γύρω στο 180 μ.Χ. ).
Οι αγνωστικιστική αυτή αντιμετώπιση της γνώσης μας για το φυσικό κόσμο επρόκειτο να αναβιώσει μετά την περίοδο της Αναγέννησης, (επειδή οι μεσαιωνικοί χρόνοι χαρακτηρίζονται απο την επικράτηση του φιλοσοφικού δογματισμού) με γνωστότερους εκπροσώπους τους γάλλους : Μοntaigne, Charron και Βayle,.Ο Καρτέσιος εισάγει στη φιλοσοφία την μεθοδική αμφιβολία αντιτασσόμενος στη δογματική φιλοσοφία του Μεσαίωνα. Περισσότερα γιαυτή την περίοδο θα δούμε στο επόμενο .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου